5 Απρ 2014

Γιάννης Λεμπέσης: ΤΑ ΙΔΙΑ ΚΑΙ ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ

 Κάποιες επισημάνσεις για τον νέο δίσκο του Γιάννη Λεμπέση

Η πρώτη αναφορά μου στον νέο δίσκο του Γιάννη Λεμπέση  ΤΑ ΙΔΙΑ ΚΑΙ ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ  έγινε όταν σχολίασα το αφιέρωμα που είχε κάνει στον συνθέτη ο Γιώργος Τσάμπρας.  Το αφιέρωμα αυτό είχε παρουσιαστεί σε κάποια από τις εκπομπές του προγράμματος ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΩΝ, το οποίο μεταδιδόταν κάθε Πέμπτη βράδυ από το Δεύτερο Πρόγραμμα της ΕΡΑ, πλέον δυστυχώς καταργημένο. Όμως τότε, ενώ αρχικά σκόπευα να αναφερθώ στον συγκεκριμένο δίσκο γενικότερα, καθώς και στον τρόπο με τον οποίο παρουσιάστηκαν κι’ άλλα τραγούδια του συνθέτη στην εκπομπή, τελικά το ενδιαφέρον μου είχε μονοπωλήσει κάποιο, άστοχο κατά τη γνώμη μου, σχόλιο του ερμηνευτή Γεράσιμου Ανδρεάτου, (κοίτα: Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΜΠΈΣΗΣ, Ο ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΑΝΔΡΕΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΧΑΣΙΚΛΙΔΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ).
Η αλήθεια είναι πως παρότι παρακολουθώ συστηματικά την πορεία του Γιάννη Λεμπέση στο τραγούδι, καιρό είχα να αποκτήσω δίσκο του. Ο τελευταίος που αγόρασα πριν κάποια χρόνια ήταν ο ΤΙ ΝΑ ΠΕΙΣ ΚΑΙ ΤΙ Ν’ ΑΦΗΣΕΙΣ. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν εξακολουθώ να θεωρώ τον Λεμπέση έναν από τους καλύτερους δημιουργούς του νεότερου λαϊκού τραγουδιού. Εντούτοις, έχω την αίσθηση πως υπάρχει σοβαρή διαφοροποίηση μεταξύ του ήχου των τραγουδιών του όταν παίζονται ζωντανά στο στούντιο και κατά την απόδοσή τους στον δίσκο. Βέβαια, ως ένα βαθμό, αυτό είναι φυσικό. Όταν παίζονται τραγούδια από το μηχάνημα ενός επαγγελματικού στούντιο, η απόδοση ήχου είναι απείρως καλύτερη από εκείνη που παράγεται από το μηχάνημα κάποιου ιδιώτη. Αλλά, στην περίπτωση τραγουδιών του Γιάννη Λεμπέση, νομίζω πως το πρόβλημα παρουσιάζεται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ όσο συνήθως, γι’ αυτό και το σχολιάζω.
Εδώ θα πρέπει να κάνω κάποιες επιπλέον διευκρινήσεις σχετικά με το πρόβλημα στην απόδοση ήχου που ανέφερα παραπάνω. Θεωρώ πως αυτό εντοπίζεται κυρίως στην ορχήστρα. Κατά τη γνώμη μου, κάποια τραγούδια θα έπρεπε να είχαν αποδοθεί με περισσότερη ένταση ενώ σε άλλα το παίξιμο να ήταν πιο «κοφτό». Για παράδειγμα, το τραγούδι «Αχ και να ‘ξερε τι χάνει» έχει τα σωστά «σπασίματα» στην απόδοση της μελωδίας, ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο με το ομότιτλο του δίσκου, «Τα ίδια και χειρότερα». Όσο για τη δεύτερη περίπτωση, εκτός των άλλων, και τα τραγούδια «Εμμονές», «Τυχοδιώκτης» και «Είπες πολλά κι’ είπα πολλά», έχω την εντύπωση ότι με κάποια διαφορετική απόδοση από μέρους της ορχήστρας  θα μπορούσαν να ηχούν πιο μερακλίδικα.
Όπως και να ‘χει, ο καινούργιος δίσκος του Γιάννη Λεμπέση περιλαμβάνει 17 τραγούδια κάποια από τα οποία είναι νεότερα και κάποια παλιότερα, αλλά σε νέα ηχογράφηση. Για παράδειγμα, εδώ ο Γεράσιμος Ανδρεάτος ερμηνεύει με ξεχωριστή ευαισθησία το μουσικό κομμάτι «Καρδιοφτερουγίσματα», που είχε δώσει παλιότερα τον τίτλο σε κάποια δισκογραφική δουλειά του Λεμπέση και που στον ομότιτλο δίσκο το ερμήνευε ο ίδιος.  Ο Γιώργος Μαργαρίτης ερμηνεύει «Τα κορόιδα σ’ άλλη πιάτσα», ένα τραγούδι που σε παλιότερο δίσκο είχε και πάλι αποδώσει ο συνθέτης.  Επίσης ο Μαργαρίτης, σε ντουέτο με τον Λεμπέση, ερμηνεύει το καινούργιο τραγούδι «Αχ και να ‘ξερε τι χάνει».
Σε σχέση με αυτό το τραγούδι - «Αχ και να ‘ξερε τι χάνει» -, έχω να κάνω κάποια πολύ ιδιαίτερα σχόλια. Από πλευράς σύνθεσης, παιξίματος και ερμηνείας πιστεύω ότι πράγματι είναι ένα πολύ ωραίο τραγούδι. Πρόκειται για ένα κομμάτι το οποίο αποδίδει φόρο τιμής σε  όλους τους μεγάλους εκπροσώπους του Ρεμπέτικου που είναι πλέον απόντες. Ωστόσο, θεωρώ ότι η επανάληψη ορισμένων ονομάτων - για παράδειγμα «Περιστέρης-Μπαγιαντέρας», «Γενίτσαρης και Μπαγιαντέρας», «Καπλάνης-Παπαϊωάννου», «Μπέμπης-Παπαϊωάννου» κλπ  - αποκαλύπτει κάποια προχειρότητα στον στίχο, μια περιστασιακή αδυναμία. Και  λέω «περιστασιακή» , γιατί δεν πιστεύω ο Γιάννης Λεμπέσης να μην έχει την ικανότητα να σκαρώνει στίχους ή να μην εύρισκε ονόματα και άλλων μεγάλων δημιουργών που θα μπορούσε να «ταιριάξει» προκειμένου να αποφύγει τις  επαναλήψεις. Τώρα, όσον αφορά τον τίτλο, νομίζω πως  «Όποιος δεν ακούει Τσιτσάνη» θα του ταίριαζε καλύτερα, γιατί είναι πιο γενικός.
Εκτός από τον Γιώργο Μαργαρίτη, τον Γεράσιμο Ανδρεάτο  και τον ίδιο τον συνθέτη, στον δίσκο ΤΑ ΙΔΙΑ ΚΑΙ ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ τα τραγούδια αποδίδουν ο Φάνης Σαπατίνας και η Μαριάνθη Λιουδάκη. Με την ευκαιρία θα πρέπει να ζητήσω συγνώμη αφενός από τους ίδιους τους  καλλιτέχνες και αφετέρου από τους αναγνώστες μου γιατί, στο σχόλιό μου που μνημόνευσα στην αρχή αυτού του κειμένου, από λάθος, είχα αναφέρει τα επώνυμα των δύο ερμηνευτών ως  «Ζαπατίνας» και «Νουδάκη» αντίστοιχα. Σχετικά με τη συμμετοχή της Σοφίας Κολλητήρη,  τραγουδίστριας αμιγώς δημοτικών αλλά και δημοτικοφανών τραγουδιών, νομίζω  θα πρέπει να γίνει ειδική μνεία. Εδώ, παρενθετικά, ίσως είναι αναγκαίο να πούμε για τη διαφορά μεταξύ των αμιγώς δημοτικών και δημοτικοφανών τραγουδιών. Αμιγώς δημοτικά είναι τα παραδοσιακά, δηλαδή τα τραγούδια που ανήκουν στην ανώνυμη δημιουργία, («Ιτιά», «Μου παρήγγειλε τ’  αηδόνι»  κα.), ενώ δημοτικοφανή είναι τα τραγούδια επώνυμων τραγουδοποιών και συνθετών, βασισμένα σε ανάλογους ρυθμούς, (τσάμικα, καλαματιανά κλπ.). Κλασικό παράδειγμα της δεύτερης περίπτωσης είναι τα τραγούδια που είχε γράψει και συνθέσει ο κλαριντζής Βασίλης Σούκας. Το τραγούδι που ερμηνεύει η Σοφία Κολλητήρη στον δίσκο του Λεμπέση ανήκει και αυτό στα δημοτικοφανή και έχει τίτλο «Μια σε βρίσκω, μια σε χάνω». Αξίζει να σημειώσουμε πως, παρότι η συγκεκριμένη ερμηνεύτρια πρέπει πλέον να κουβαλάει "κάποια  χρονάκια" στην πλάτη της, η φωνή της εντυπωσιάζει. Είναι πράγματι «αηδονόλαλη»! Της ταιριάζει λοιπόν απόλυτα η σχετική προσφώνηση του συνθέτη.

Π. Σκούρτης
11/3/2014

23 Φεβ 2014

Τ. Ραχματούλινα: 'ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΡΩΣΙΚΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ'

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΡΩΣΙΚΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ
ΜΙΑ ΞΕΧΩΡΙΣΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Πιστεύω ότι είναι καλύτερα η λογοτεχνία κάθε χώρας να διαβάζεται στο πρωτότυπο. Αυτό βέβαια δεν είναι πάντα εφικτό, διότι για να την κατανοήσει κανείς απαιτείται η καλή γνώση της γλώσσας. Όμως πιστεύω ότι η μετάφραση αποτελεί ένα εγχείρημα για τα επιτυχή αποτελέσματα του οποίου κανείς ποτέ δεν μπορεί να είναι σίγουρος. Και τούτο, επειδή πρέπει αφενός μεν ο μεταφραστής να γνωρίζει ικανοποιητικά τόσο τη γλώσσα του πρωτοτύπου όσο κι αυτή στην οποία μεταφράζει, αφετέρου δε, να διαθέτει το χάρισμα της γραφής ώστε το κείμενο να αποδοθεί με τέτοιο τρόπο που να μην καταστρέφεται η λογοτεχνική αξία του έργου. Αναμφισβήτητα υπάρχουν οι εξαιρέσεις στον κανόνα και θεωρώ ότι η μεταφραστική δουλειά που έκανε η Τάνια Ραχματούλινα πάνω στο βιβλίο «ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΡΩΣΙΚΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ» ανήκει σ’ αυτές τις εξαιρέσεις. Η ενασχόληση της με το γράψιμο μου ήταν ήδη γνωστή από τη συμμετοχή της στη συγγραφή βιβλίων που αφορούν το Λαϊκό Τραγούδι. Η Ραχματούλινα - που είναι Ρωσικής καταγωγής αλλά έχει γεννηθεί στην Κύπρο και συγκεκριμένα στη Λευκωσία - μαζί με τον ερευνητή του Ρεμπέτικου Νέαρχο Γεωργιάδη – επίσης Κύπριο – έχει επίσης επιμεληθεί τις βιογραφίες του συνθέτη λαϊκών τραγουδιών Θόδωρου Δερβενιώτη και του καταξιωμένου σολίστα στο μπουζούκι Κώστα Παπαδόπουλου. Όμως ως σήμερα, δεν είχα υπόψη μου κάποια μεταφραστική δουλειά της.Το βιβλίο που κυρίως σχολιάζεται εδώ και το οποίο όπως προείπαμε, τιτλοφορείται «ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΡΩΣΙΚΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ», κυκλοφόρησε το 2005 από τις εκδόσεις ‘ΠΛΕΘΡΟΝ’. Η μεταφράστρια είναι υπεύθυνη όχι μόνο για την απόδοση αυτών των κειμένων στη γλώσσα μας, αλλά και για την επιλογή τους. Η έκδοση περιλαμβάνει διηγήματα εκπροσώπων της Ρωσικής Λογοτεχνίας, οι περισσότεροι από τους οποίους μας συστήνονται μέσα από το συγκεκριμένο βιβλίο. Θ’ αναφερθώ στους Βασίλι Αντρέγιεφ, Βαλεντίν Καντάγιεφ, Νικολάι Γκουμίλιοφ Βασίλι Γκρόσμαν, Ισαάκ Μπάμπελ, Ιβάν Μπούνιν, Γιεβγκένι Ζαμιάτιν, Παντελεήμωνα Ρομανώφ, Μαρίνα Τσσβάγιεβα. Υπάρχουν όμως και κείμενα λογοτεχνών αυτής της χώρας που είναι πιο γνωστοί στον τόπο μας, όπως του Μαξίμ Γκόρκι και του Βλαντιμίρ Ναμπάκοφ. Για όσους δεν το γνωρίζουν ή δεν το θυμούνται, να σημειωθεί εδώ πως ο τελευταίος έγινε περισσότερο δημοφιλής όταν μετανάστευσε στην Αμερική, όπου έγραψε το κλασικό πλέον μυθιστόρημα «Λολίτα» που έγινε και κινηματογραφική ταινία.Όπως μαρτυρεί ο τίτλος της έκδοσης η οποία σχολιάζεται, τα διηγήματα που περιλαμβάνονται σ’ αυτή γράφτηκαν σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Όμως, ένα τέτοιο γεγονός δεν περιορίζει καθόλου την εικόνα της Ρωσικής Λογοτεχνίας που προσφέρεται απ’ αυτό το βιβλίο. Γιατί - όπως σημειώνεται από την μεταφράστρια στην εισαγωγή της - η περίοδος δημιουργίας αυτών των κειμένων, είναι η εποχή της μεταπολεμικής Ρωσίας. Μεταπολεμική εποχή για τη Ρωσία, θεωρείται αυτή μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917. Εγώ λοιπόν θα πρόσθετα πως επειδή, ως επισημαίνεται, εκείνη την περίοδο συντελούνται ριζικές αλλαγές στη ρωσική κοινωνία, στα συγκεκριμένα διηγήματα ανακαλύπτει κανείς πολλές τάσεις και ποικίλους χαρακτήρες. Άρα, το αναφερόμενο βιβλίο - παρά τον περιοριστικό του τίτλο - παρουσιάζει μια ικανοποιητική εικόνα των τάσεων στη Ρωσική Λογοτεχνία γενικότερα, οπότε αποτελεί και μια καλή εισαγωγή για όσους επιθυμούν να μυηθούν σ’ αυτήν.Εξ’ ορισμού, το διήγημα περιγράφεται ως κείμενο το οποίο αναφέρεται σ’ ένα επεισόδιο από τη ζωή των κεντρικών χαρακτήρων. Πρέπει λοιπόν να τονιστεί πως ένα άλλο σημαντικό στοιχείο της συγκεκριμένης έκδοσης είναι το εξής: μέσα από ορισμένα κείμενα που έχουν καταχωρισθεί εδώ, αναδεικνύεται το χάρισμα που διαθέτουν οι ικανοί διηγηματογράφο. Κι αυτό είναι να καθιστούν ενδιαφέρουσα την περιγραφή καταστάσεων οι οποίες, μέσα στον ρυθμό της καθημερινότητας, μπορεί να περνούσαν απαρατήρητες ή και να θεωρούνταν ασήμαντές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της περίπτωσης αποτελούν τα κείμενα «Ο ΥΠΝΟΣ», «ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ», «ΕΝΑ ΔΕΚΑΛΕΠΤΟ ΔΡΑΜΑ» και «ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΤΥΧΙΑ». Τα διηγήματα που οι τίτλοι τους μόλις αναφέρθηκαν, έχουν γραφτεί από τους Βαλεντίν Καντάγιεφ, Παντελεήμονα Ρομανόφ, Γιεβγκένι Ζαμιάτιν και Βασίλι Γκρόσμαν, αντίστοιχα. Στην αρχή αυτού του κειμένου ανέφερα πως η έκδοση που σχολιάζεται ανήκει κατά την άποψή μου στις περιπτώσεις αξιόλογων μεταφράσεων. Παρότι δεν γνωρίζω τα Ρωσικά, διακινδυνεύω να υποστηρίξω κάτι τέτοιο για τον εξής λόγο: θεωρώ πως μια από τις πρωταρχικές ικανότητες του σπουδαίου μεταφραστή είναι το κατά πόσο διαθέτει τη δυνατότητα να δώσει ενδιαφέρουσα και αβίαστη ροή στον τρόπο αφήγησης . Αν μη τι άλλο λοιπόν, αυτό το χάρισμα του ικανού μεταφραστή, υπάρχει διάχυτο στη γραφή της Ραχματούλινα.

Π. Σκούρτης
16-1 - 2008

ΛΕΝΑ ΜΑΝΤΑ: ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΔΙΠΛΑ ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ

ΛΕΝΑ ΜΑΝΤΑ
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΔΙΠΛΑ ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΠΟΥ ΟΜΩΣ ΔΙΑΘΕΤΕΙ ΤΟΣΕΣ ΑΝΑΤΡΟΠΕΣ,
ΟΣΕΣ ΚΙ ΕΝΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ


Πρωτοδιάβασα για τη συγγραφέα Λένα Μαντά σε μια αναφορά σχετικά με το μυθιστόρημά της ΘΕΑΝΩ, Η ΛΥΚΑΙΝΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. Έτσι, μου είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι μ’ αυτό το βιβλίο ήταν που έκανε το ντεμπούτο της στη λογοτεχνία. Αλλά αργότερα πληροφορήθηκα ότι είχε προηγηθεί το μυθιστόρημα ΒΑΛΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΔΩΔΕΚΑ ΘΕΟΥΣ. Τα τρία βιβλία της που έχουν πρόσφατα εκδοθεί είναι: Η ΑΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣ, Η ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΣΕ ΓΝΩΡΙΣΑ και ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ. Εδώ όμως θ’ ασχοληθούμε με το βιβλίο που τιτλοφορείται ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΔΙΠΛΑ ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ και το οποίο κατά καιρούς εξακολουθεί ακόμα να βρίσκεται στον κατάλογο των ευπώλητων. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «ΨΥΧΟΓΙΟΣ»
Η ιστορία αρχίζει σ’ ένα χωριό στον Όλυμπο. Εκεί, σε κάποιο σπίτι που - όπως μαρτυρεί ο τίτλος του βιβλίου - βρίσκεται δίπλα σ’ ένα ποτάμι, ζει η οικογένεια του Γεράσιμου και της Θεοδώρας. Μετά το θάνατο του πατέρα, η λαχτάρα των πέντε κοριτσιών του να φύγουν από τον τόπο τους, είναι πολύ έντονη. Τόσο έντονη, ώστε η τέταρτη από τις κόρες, η Πολυξένη - στην οποία σε αντίθεση με τις αδελφές της δεν έχει ακόμα παρουσιαστεί η κατάλληλη ευκαιρία για να ξεφύγει από τη μονότονη ζωή που της προσφέρει το σπίτι δίπλα στο ποτάμι - αποφασίζει να ‘αποδράσει’, ακολουθώντας έναν περιοδεύοντα θίασο που σταματάει για λίγο στο χωριό της.
Στη συνέχεια, οι εκπλήξεις είναι αναρίθμητες, τόσο για τις πέντε νεαρές γυναίκες όσο και για τους αναγνώστες του βιβλίου. Πρόκειται για μια ιστορία που στην ουσία είναι κοινωνικού περιεχομένου, στις ανατροπές όμως που υπάρχουν σ’ αυτήν, μπορούμε να διακρίνουμε στοιχεία που συνήθως συναντά κανείς σε αστυνομικό μυθιστόρημα.
Σ’ αυτό το μυθιστόρημα της Μαντά δύο είναι τα χαρακτηριστικά που κυρίως μας εντυπωσιάζουν. Αφενός η δυναμική με την οποία η συγγραφέας αποδίδει τις περιγραφές από τη ζωή των πέντε γυναικών - που βιώνουν καταστάσεις τόσο διαφορετικές, εντούτοις παράλληλες - και αφετέρου το εξής γεγονός: από ένα σημείο και μετά πιστεύουμε πως γνωρίζουμε τον τρόπο με τον οποίο θα ‘τερματιστούν’ οι περιπέτειες των πέντε γυναικών των οποίων τις ζωές παρακολουθήσαμε. Εντούτοις, ώσπου να φτάσουμε στην τελική έκβαση, η Μαντά καταφέρνει και πάλι να μας κρατήσει σε αγωνία.
Η μόνη ένσταση που υπάρχει σχετικά με τον τρόπο γραφής αυτού του βιβλίου – αλλά που τελικά ίσως δικαιολογείται -, είναι η σπουδή με την οποία η συγγραφέας καλύπτει το πρώτο μέρος της ιστορίας, δηλαδή το διάστημα που μεσολαβεί από την παιδική ηλικία των κοριτσιών μέχρι την ‘απόδρασή’ τους. Κάποιες φορές δίνεται η εντύπωση ότι η μυθιστοριογράφος βιάζεται να ολοκληρώσει το κομμάτι που αναφέρεται στην περίοδο πριν τη φυγή των κοριτσιών, προκειμένου να δώσει έμφαση στην περιγραφή της ζωής τους μακριά από τον γενέθλιο τόπο τους. Η εντύπωση αυτή δημιουργείται κυρίως επειδή στο πρώτο μέρος του βιβλίου η γραφή είναι ενιαία, δηλαδή δεν χωρίζεται σε κεφάλαια, με την εισαγωγή ν’ αποτελεί το μόνο κομμάτι που είναι ξέχωρο από το κυρίως κείμενο. Αντιθέτως, στο δεύτερο μέρος, η Μαντά αφιερώνει κεφάλαια εξαιρετικά μακροσκελή στη ζωή της καθεμιάς από τις κοπέλες. Έχω τη γνώμη πως η λογοτέχνις επέλεξε αυτόν τον τρόπο αφήγησης προκειμένου να προσδώσει στη γραφή της το ρυθμό του ποταμού που τρέχει. Γιατί, ‘έτσι κυλάει και η ζωή’, κάτι που πολλές φορές επισημαίνεται με διάφορους τρόπους από τη Θεοδώρα, αλλά που επίσης τονίζεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.


Π. Σκούρτης
12-  3 -2009

ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΕΝΤΕΧΝΟΥ ΛΑΪΚΟΥ

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΕΝΤΕΧΝΟΥ ΛΑΪΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ,
Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, Η ΦΩΤΕΙΝΗ ΔΑΡΑ
ΚΑΙ Ο ΔΙΣΚΟΣ ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ

Το  Έντεχνο  Λαϊκό  Τραγούδι  ήταν  ένα  μουσικό  ρεύμα  που  ξεκίνησε    κατά τις  αρχές  του   ‘60,  συνεχίστηκε  όλη  εκείνη  τη  δεκαετία  και κράτησε  περίπου  ως  το  τέλος της δεκαετίας του  ‘70.  Το  κυρίως  χαρακτηριστικό  αυτού  του  μουσικού  ρεύματος,  που  βασικός  πρωτεργάτες   του  υπήρξε  ο   Μίκης  Θεοδωράκης,  ήταν  το  εξής  εγχείρημα:  η μελοποίηση με λαϊκούς ρυθμούς ποιητικών στίχων  γραμμένων  από παλιούς αλλά και νεότερους ποιητές.  Αργότερα βέβαια, όταν διαπιστώθηκε πως αυτή η τάση «έπιασε», υπήρξαν και στιχουργοί, δηλαδή επαγγελματίες στον χώρο του Στίχου, που έγραψαν στιχουργήματα σε περισσότερο ποιητικό ύφος απ’ όσο παλιότερα. Σίγουρα, οι όροι λόγιο και λαϊκό είναι τυπικά δυο έννοιες άκρως αντίθετες. Παρόλ'  αυτά, για να διαχωρίσω το Έντεχνο από το Παραδοσιακό Λαϊκό Τραγούδι,  χαρακτηρίζω το Έντεχνο και ως Λόγιο Λαϊκό Τραγούδι. Ένας άλλος λόγος που καταφεύγω σ’ αυτόν το διαχωρισμό είναι το ότι, κατά την αντίληψή μου, ο όρος έντεχνο υποδηλώνει περισσότερο το είδος της σύνθεσης παρά την προέλευση του στίχου. Δηλαδή, οι συνθέσεις που ανήκαν στον χώρο της έντεχνης λαϊκής μουσικής, ναι μεν κινούνταν σε λαϊκό ύφος, αλλά ήσαν δημιουργήματα σπουδαγμένων μουσικών – Θεοδωράκης, Χατζηδάκης, Ξαρχάκος, Μικρούτσικος και πολλοί άλλοι - και όχι εμπειρικών συνθετών, όπως συνέβαινε ως τότε στις περισσότερες περιπτώσεις στον χώρο του Ρεμπέτικου. Επίσης, εφόσον πρόκειται για  μετεξέλιξη του Ρεμπέτικου, δηλαδή του Αστικολαϊκού Τραγουδιού και όχι του Δημοτικού που είναι το Λαϊκό Τραγούδι της Υπαίθρου, θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε  το συγκεκριμένο μουσικό είδος και ως Λόγιο Αστικολαϊκό Τραγούδι.
Από  τότε  που  το  Έντεχνο  ή  Λόγιο  Λαϊκό  Τραγούδι,  έχει  πάψει  να  υφίσταται -  τουλάχιστον  ως    αυτόνομο  μουσικό  ρεύμα -,  οι  μελωδίες  που  επενδύουν  είτε  ποιήματα  είτε  ποιητικό  λόγο που  γράφεται  από  επαγγελματίες  στιχουργούς,  έχουν  μορφή  περισσότερο  κλασικίζουσα    παρά  λαϊκή. Για παράδειγμα, οι μελοποιήσεις ποιημάτων του Καβάφη από τον Αθανάσιο Σιμόγλου ή ακόμα και από τον Μικρούτσικο, διαφέρουν τελείως από τις συνθέσεις που είχαμε κατατάξει στο μουσικό ρεύμα των δεκαετιών ’60-’70. Εξαίρεση  αποτελούν  δυο  δίσκοι  του  συνθέτη  Μανώλη  Γαλιάτσου,  ένας  του    Δημήτρη  Μαραμή  και  αρκετοί  του  Δημήτρη  Παπαδημητρίου. 
Ο  πρώτος  απ’  τους  δυο  δίσκους  του  Γαλιάτσου,  τιτλοφορείται  ΤΟ  ΑΣΗΜΙ ΤΟΥ ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ  και  τα  τραγούδια  σ’  αυτόν  ερμηνεύει  η  Νίκη  Ξυλούρη. Στον  δεύτερο,   που έχει  τίτλο  ΤΟΥ ΜΑΓΟΥ  ΤΑ  ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ,  συμμετέχουν  πολλοί  ερμηνευτές,  πρωτεύοντα  ρόλο  όμως  έχουν  ο  Δημήτρης  Ζερβουδάκης  και  η  Γιώτα  Νέγκα. Με την ευκαιρία θα ήθελα να προσθέσω ότι η ερμηνεύτρια των τραγουδιών στον πρώτο από τους προαναφερόμενους δίσκους του Γαλιάτσου, η Νίκη Ξυλούρη -  ανιψιά  του  Νίκου  και  συγκεκριμένα  κόρη  του  αδελφού  του,  Αντώνη,  γνωστότερου  ως  Ψαραντώνη - αποδίδει επίσης δύο τραγούδια σ’ έναν δίσκο παρόμοιου ύφους, σε μουσική Ανδρέα Ρούση, με τίτλο ΕΓΚΟΛΠΙΟ. Εκεί, μεταξύ πολλών ερμηνευτών, συμμετέχει και ο Αργύρης Μπακιρτζής που παλιότερα υπήρξε ένα από τα βασικά μέλη του συγκροτήματος «Χειμερινοί Κολυμβητές».
            Ο    κύκλος  τραγουδιών ΣΚΟΤΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ,  που  συνέθεσε  ο  Δημήτρης  Μαραμής,  βασίζεται σε  ποίηση  Φεντερίκο  Γκαρθία  Λόρκα.  Παρότι  σ’  αυτόν  το  δίσκο  τα  μουσικά  κομμάτια  αποδίδει  ερμηνευτικά  ο  λυρικός  τραγουδιστής  Μάριος  Φραγκούλης,  οι  συνθέσεις  έχουν  ύφος  λαϊκό.  Στο  ύφος  του  Έντεχνου  Λαϊκού,  θα  μπορούσαμε  να  πούμε  ότι  κινείται  κι  ένας  άλλος  δίσκος  του  Μαραμή,  ΤΑΝΓΚΌ  ΓΙΑ  ΤΡΕΙΣ.   Εντούτοις,  εδώ  η  μουσική  είναι  σαφώς  επηρεασμένη  από  το  μουσικό είδος που προσωπικά, χαρακτηρίζω Ελληνικό  Λαϊκό    Τραγούδι  Ευρωπαϊκού  ύφους,   δηλαδή  αυτό  που  κάποτε  ονομάζαμε  Ελαφρό  Τραγούδι.  Τα  τραγούδια  του  ΤΑΓΚΟ ΓΙΑ ΤΡΕΙΣ  ερμηνεύει    η  Κορίνα  Λεγάκη.
Όσον  αφορά τη δισκογραφία του  Δημήτρη  Παπαδημητρίου, οι δίσκοι του που  περισσότερο  από  τους  άλλους  κινούνται  σε  λαϊκό  ύφος,  είναι  οι: ΤΡΑΓΟΎΔΙΑ  ΓΙΑ  ΤΟΥΣ  ΜΗΝΕΣ,    ΣΤΗΣ  ΨΥΧΗΣ  ΤΟ  ΠΑΡΑΚΑΤΩ  και  ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ.  Σ’  αυτούς,  τα    μουσικά  κομμάτια  ερμηνεύουν  οι  Ελευθερία  Αρβανιτάκη,  Δημήτρης  Μητροπάνος  και  Φωτεινή  Δάρα – η οποία,  αν  δεν  κάνω  λάθος είναι   σύντροφος  του  συνθέτη  και  στη  ζωή -, αντίστοιχα. Ο  τελευταίος  από τους τρεις δίσκους, ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ,  είναι  αυτός    που κυρίως  θα  σχολιάσουμε  εδώ.  Πρόκειται    για  τον  πιο  πρόσφατο  του  Παπαδημητρίου  και  βασίζεται  σε ποίηση  του   αλησμόνητου  Νίκου  Γκάτσου, ακυκλοφόρητη  ως  τώρα στη δισκογραφία.
Η Φωτεινή Δάρα συνεργάστηκε με τον Δημήτρη Παπαδημητρίου από τα πρώτα της βήματα στο τραγούδι.  Εκτός άλλων τραγουδιών του συνθέτη, η Δάρα έχει ερμηνεύσει και τα μουσικά κομμάτια που αποτέλεσαν τα τραγούδια των τίτλων στις τηλεοπτικές σειρές «Λένη»  και «Οι Μάγισσες της Σμύρνης»,  στις οποίες, πέρα από τα συγκεκριμένα τραγούδια, ο Παπαδημητρίου  είχε αναλάβει και όλη τη μουσική επένδυση. Από την πρώτη στιγμή που άκουσα τα τραγούδια των τίτλων στις σειρές που προαναφέρθηκαν, διέκρινα ότι η Δάρα διαθέτει στην ερμηνεία της μια σαφώς λαϊκή χροιά, η οποία θα μπορούσε να γίνει πιο διακριτή αν τα εν λόγω κομμάτια αποδίδονταν με κάπως περισσότερη ένταση στη φωνή και με λίγο πιο έντονα λαϊκά ηχοχρώματα στην ενορχήστρωση. Τα στοιχεία που έλειπαν τότε από την ηχογράφηση εκείνων των τραγουδιών, είναι ακριβώς αυτά που υπάρχουν στον δίσκο ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ. Κατά τη γνώμη μου, ο συγκεκριμένος δίσκος είναι μια μεγάλη επιτυχία στο είδος του.  Πρόκειται για την πιο λαϊκή μουσική επένδυση που έχει γίνει σε ποίηση τα τελευταία χρόνια, από την εποχή δηλαδή που το Έντεχνο Λαϊκό Τραγούδι αποτελούσε ξεχωριστό μουσικό ρεύμα.
Ως  μια επιπλέον απόδειξη  για  το  πόσο  πιο  διακριτή  από  πριν  είναι  η  λαϊκή  χροιά  στη  φωνή  της  Δάρα,  θα  αναφερθώ  παρενθετικά  στην περίπτωση ενός άλλου συνθέτη με τον οποίο αυτόν τον καιρό συνεργάζεται και ηχογραφεί.  Πρόκειται για τον Μίκη Θεοδωράκη, που οι κύκλοι τραγουδιών του ΕΠΙΒΑΤΗΣ  και   ΡΑΝΤΑΡ – και οι δύο σε στίχους Κώστα Τριπολίτη -, ηχογραφούνται εκ νέου.  Στην  περίπτωση  βέβαια  του  δίσκου  ΡΑΝΤΑΡ,  λαϊκά  ηχοχρώματα στην ενορχήστρωση είχε  και  η  πρώτη ηχογράφηση, αφού  τα  τραγούδια  θα ερμήνευε  ο Γιώργος Νταλάρας.  Όμως,  όσον  αφορά  τον  κύκλο  τραγουδιών  ΕΠΙΒΑΤΗΣ,  από  ένα  μικρό  δείγμα  που    άκουσα,  φαίνεται  πως  τα  λαϊκά  ηχοχρώματα  στην  ενορχήστρωση της ηχογράφησης  με  τη  Δάρα, θα είναι  πολύ  πιο  έντονα  από  όσο  είναι στις  παραλλαγές  που  προηγήθηκαν  με  ερμηνεύτριες  τη  Μαρία  Φαραντούρη  και  τη  Μαργαρίτα  Ζορμπαλά.
Καιρός  όμως  να  ξαναγυρίσουμε  στον  Δημήτρη  Παπαδημητρίου  και  τον  δίσκο  του  ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ.  Περιττό  νομίζω  να  σχολιάσει  κανείς  το  πόσο  σπουδαίοι και αξιόλογοι  είναι  οι  στίχοι.  Θα  ήθελα μόνο  να προσθέσω τα  εξής: Παρότι, όπως είπαμε ήδη, οι στίχοι στα περισσότερα τραγούδια του κύκλου δεν είχαν μέχρι σήμερα επενδυθεί με μουσική, σε αυτόν τον δίσκο έχει συμπεριληφθεί και  το   μουσικό  κομμάτι  «Τρέχει το Νερό»  - που  ακούστηκε  ως  τραγούδι  των  τίτλων  στην  τηλεοπτική  σειρά    «Λένη».  Και τούτο, γιατί οι στίχοι του  ανήκουν κι’ αυτοί στον  Γκάτσο. Έχω όμως την αίσθηση πως πρόκειται για νέα ηχογράφηση και όχι για κείνη που ακούγεται στη σειρά.  Όσον  αφορά   το «Κατηγορείται η Ελλάς» -  τραγούδι   το  οποίο  αποδίδει  μαζί  με  τη  Δάρα  ο  Γιώργος  Φλωράκης -  οι στίχοι του επρόκειτο  να  μελοποιηθούν  από  τον  Σταύρο  Ξαρχάκο  και  το κομμάτι να συμπεριληφθεί  στον  κύκλο  τραγουδιών  ΤΑ  ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ. Πρόκειται για έναν δίσκο στον οποίο οι στίχοι όλων των τραγουδιών ανήκουν επίσης στον Νίκο Γκάτσο και όπου ερμηνευτής είναι ο Γιώργος Νταλάρας. Το  ταξίμι  που  παίζεται  ως  εισαγωγή  στο  κομμάτι  «Όλα τ’ Αστέρια Τρύπια» -  τραγούδι που επίσης  περιλαμβάνεται στον δίσκο ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ -, προϊδεάζει  τους  ακροατές  για  κάτι  πολύ  πιο «βαρύ»  απ’  όσο  πράγματι είναι. Εντούτοις, πιστεύω πως ο μεν Παπαδημητρίου έχει τη δυνατότητα να συνθέσει ανάλογου ύφους τραγούδια, η δε Δάρα να τα ερμηνεύσει.
Μια επιπλέον απόδειξη των δυνατοτήτων του Παπαδημητρίου όσον αφορά τη σύνθεση αμιγώς λαϊκών τραγουδιών, είναι και το  γεγονός ότι ο  εν λόγω συνθέτης  έδωσε  και  μια    σύνθεσή  του  στον   Γιώργο  Μαργαρίτη.  Την συγκεκριμένη σύνθεση  ο αναφερόμενος ερμηνευτής  έχει  συμπεριλάβει  στον  πρόσφατο πολυσυλλεκτικό  προσωπικό  του  δίσκο  ΠΑΙΖΟΥΜΕ  ΓΙΑ  ΤΗ   ΦΑΝΕΛΑ.  Η  σύνθεση  του  Παπαδημητρίου  που  αποδίδει  ο  Μαργαρίτης,  είναι  το  ζεϊμπέκικο  «Η Άννα απ’ την Κοκκινιά» και   βασίζεται  «στον  λόγο»  της  πρωτοεμφανιζόμενης  στιχουργού  Ανθής  Μητροπέτρου.  Επίσης  ο  συνθέτης  πρόκειται  να  εμπιστευτεί  στον  Μαργαρίτη την ερμηνεία  κάποιων τραγουδιών σε ποίηση του δημοσιογράφου και διευθυντή Ειδήσεων και Ενημέρωσης του Mega Channel, Χρήστου Παναγιωτόπουλου.  Αυτά τα τραγούδια  θα  συμπεριληφθούν  σε  έναν    πολυσυλλεκτικό  δίσκο  στον οποίο, εκτός από τον Μαργαρίτη, θα συμμετέχουν και πολλοί άλλοι ερμηνευτές.  Όπως ήδη αναφέραμε, μεταξύ των άλλων ερμηνευτών με τους οποίους ο Παπαδημητρίου έχει ηχογραφήσει δίσκους,  είναι και οι Ελευθερία Αρβανιτάκη και Δημήτρης Μητροπάνος. Επέλεξα όμως να σταθώ ιδιαίτερα στην περίπτωση της συνεργασίας του με τον Μαργαρίτη γιατί, προσωπικά, μεταξύ αυτών των τριών ερμηνευτών, θεωρώ ότι ο Μαργαρίτης είναι ο πλέον λαϊκός.
Παρενθετικά, να σημειώσουμε ότι ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, εκτός από την αγάπη του για τη σύνθεση και την ιδιότητα του μαέστρου, αρέσκεται στο να συμμετέχει στις ορχήστρες και ως μουσικός. Παίζει πολλά όργανα, μεταξύ των οποίων  και μπουζούκι. Στο πρόσφατο παρελθόν, σε συναυλίες που έκανε με τον Χρήστο Νικολόπουλο, τον είχε συνοδεύσει παίζοντας  και ο ίδιος μπουζούκι.
Κλείνοντας θα πρέπει να πούμε πως βασικός λαϊκός οργανοπαίχτης στον δίσκο ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ είναι ο Παντελής Κωνσταντινίδης. Για τον αναφερόμενο  σολίστα του μπουζουκιού μίλησε επαινετικά - σε συνέντευξη που είχε δώσει  στο περιοδικό ΛΑΪΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ -, ο αξέχαστος ομότεχνός του, δεξιοτέχνης Γιάννης Σταματίου.  Μεταξύ άλλων που ανέφερε στη συγκεκριμένη συνέντευξη, «ο Σπόρος» είπε επίσης ότι εκείνο τον καιρό ο Κωνσταντινίδης εμφανιζόταν ως μπουζουξής στο πλευρό της Λίτσας Διαμάντη.

Π. Σκούρτης
13.02.2014


10 Φεβ 2014

ΜΑΝΩΛΗΣ ΡΑΣΟΥΛΗΣ: ΤΡΙΠΛΑ

Η Χαρούλα Αλεξίου σε πιο γνώριμα ερμηνευτικά μονοπάτια.

Τα τελευταία χρόνια, για μεγάλο χρονικό διάστημα, η Χαρούλα Αλεξίου  είχε ηχογραφήσει τραγούδια που κατά τη γνώμη μου δεν της ταίριαζαν. Αυτό άρχισε από τους δίσκους ΔΙ’ ΕΥΧΩΝ και ΕΪ και κατάληξε στον δίσκο ΒΥΣΣΙΝΟ  ΚΑΙ  ΝΕΡΑΤΖΙ. Στους δίσκους  ΔΙ' ΕΥΧΩΝ και ΕΪ τη  μουσική  έχει γράψει ο Νίκος  Αντύπας, ενώ  οι στίχοι στον δεύτερο δίσκο είναι του Λευτέρη Παπαδόπουλου.
Εξαίρεση στις δισκογραφικές δραστηριότητες της Αλεξίου που αναφέρθηκαν παραπάνω αποτέλεσαν  η  συμμετοχή  της  στον  δίσκο  Η   ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ,  σε  μουσική  Χρήστου  Νικολόπουλου,  και  κάποιες    ερμηνείες  της στον  πολυσυλλεκτικό  προσωπικό  της  δίσκο   ΩΣ  ΤΗΝ  ΑΚΡΗ  Τ’ ΟΥΡΑΝΟΥ  ΣΟΥ.  Να  σημειώσουμε  ότι   οι  συνθέσεις  του  Νικολόπουλου -  απ’ τις  οποίες  απαρτιζόταν  η  σειρά  τραγουδιών   Η  ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ -,  βασίζονταν  σε   ακυκλοφόρητους  ως  τότε   στίχους  του  Βασίλη Τσιτσάνη.
Μετά από τη συμμετοχή της στον δίσκο Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ – όπου ερμήνευσε ένα και μόνο τραγούδι – τα μουσικά κομμάτια στον ΤΡΙΠΛΑ,  φαίνεται  να  είναι  από  τα πιο  λαϊκά τραγούδια που  ηχογράφησε  η  Αλεξίου  τα τελευταία  χρόνια.    Ναι  μεν, όπως  το  ΒΥΣΣΙΝΟ  ΚΑΙ    ΝΕΡΑΤΖΙ  και  το   ΩΣ  ΤΗΝ  ΑΚΡΗ Τ’  ΟΥΡΑΝΟΥ  ΣΟΥ, ανήκει κι’ αυτός στους  πολυσυλλεκτικούς δίσκους της  ερμηνεύτριας, αλλά στον ΤΡΙΠΛΑ τα τραγούδια  βασίζονται  σε  στίχους  ενός  και  μόνο  στιχουργού,  του  Μανώλη  Ρασούλη. 
Πρωτάκουσα τη  συγκεκριμένη  σειρά  τραγουδιών στην  εκπομπή  «ΣΥΝΑΚΡΟΑΣΕΙΣ» που  παρουσίαζε  ο  συνθέτης  Δημήτρης  Παπαδημητρίου,  και  η  οποία  μεταδιδόταν  από  το  Δεύτερο  Πρόγραμμα  της -  δυστυχώς  καταργημένης  πλέον - ΕΡΑ.  Στην  αναφερόμενη  εκπομπή  είχε  ακουστεί  μαρτυρία  της  κόρης του στιχουργού, τραγουδίστριας Ναταλίας  -  γνωστής  και  ως Ναταλί -  Ρασούλη.  Σύμφωνα  με  όσα αυτή εκμυστηρεύτηκε,  ο  πατέρας  της,  διαισθανόμενος  πως  σύντομα θα έφευγε  απ’  τη  ζωή,  είχε  αρχίσει  να  μοιράζει τα  στιχουργήματα  στα  οποία  βασίζονται  τα  τραγούδια  του  δίσκου ΤΡΙΠΛΑ σε  διάφορους  συνθέτες  αλλά  και  τραγουδοποιούς. Εδώ  ίσως  θα  πρέπει,  παρενθετικά,  να  αναφερθούμε  στη  διαφορά  μεταξύ  συνθέτη  και  τραγουδοποιού.  Γενικά, ασχολούνται και οι δύο με την μελοποίηση στίχων. Συνθέτη  όμως αποκαλούμε  τον  καλλιτέχνη  που  είναι  αποκλειστικά μελοποιός,  ενώ ο τραγουδοποιός  είναι βασικά  ερμηνευτής και στην  περίπτωσή  του,  η  ιδιότητα  του  μελοποιού είναι  δευτερεύουσα.  
     Το τραγούδι «Τώρα τι Κάνω» ένα από τα μουσικά κομμάτια που περιλαμβάνονται στον δίσκο ΤΡΙΠΛΑ, έχει μελοποιηθεί από την ίδια την ερμηνεύτρια, τη  Χαρούλα Αλεξίου.  Μάλιστα, στο συγκεκριμένο  τραγούδι διακρίνουμε  και  μέρος  της  μελωδίας  από  τη  σύνθεση  του  Μάνου Λοΐζου  «Καλημέρα Ήλιε».  Η  τραγουδοποιός, επέλεξε  να  καταφύγει  σε  αυτόν  τον  δανεισμό,  επειδή προφανώς,   ο στίχος στο εν  λόγω  μουσικό  κομμάτι παραπέμπει  σε εκείνον που έγραψε ο Δημήτρης Χριστοδούλου για τη σύνθεση του Μάνου Λοΐζου . Συγκεκριμένα,  να θυμίσουμε ότι ο στίχος του Χριστοδούλου έχει ως εξής: «θα τον μεθύσουμε τον ήλιο/σίγουρα ναι», ενώ στη σύνθεση της Αλεξίου, ο στίχος του Ρασούλη είναι: «δεν τον  μεθύσαμε  τον  ήλιο  Μάνο,  τώρα  τι  γίνεται».  Κατά  την  γνώμη μου,  το τραγούδι «Τώρα τι Κάνω»,  είναι  το  καλύτερο  ως  τώρα  μουσικό  κομμάτι  που  έχει  παρουσιάσει  η  Χαρούλα  ως  τραγουδοποιός.  
Στη  συγκεκριμένη  δισκογραφική  δουλειά, με  την  ιδιότητα  του  τραγουδοποιού  συμμετέχει και  ο    ερμηνευτής  Ορφέας  Περίδης.  Όσον αφορά τους συνθέτες που  έχουν  δώσει  τραγούδια  τους για τη δημιουργία αυτού του δίσκου,  είναι οι:  Βάσω  Αλαγιάννη,  Πέτρος  Βαγιόπουλος  Χρήστος  Νικολόπουλος -  στενός  συνεργάτης  για  χρόνια  τόσο  της  Αλεξίου  όσο  και  του  Ρασούλη -  και Leo Poliker.
Εδώ, θεωρώ σκόπιμο  να  σταθούμε  λίγο  περισσότερο  στην  περίπτωση  του Poliker ο  οποίος  συμμετέχει  στον  δίσκο  με  τρία  τραγούδια.  Η   προσπάθεια  Ελλήνων ερμηνευτών/ερμηνευτριών  να  εντάξουν  στο  κλίμα  των  δίσκων  τους μελωδίες  αλλοδαπών  συνθετών,  είναι  κάτι  που  πολύ  «φοριέται»  τα  τελευταία  χρόνια.  Ωστόσο, συνήθως  αυτό το εγχείρημα δεν πετυχαίνει.  Οι  μουσικές  αυτές, ως επί το πλείστον,  ακούγονται  παράταιρες,  δηλαδή, τα  ηχοχρώματά  τους  δεν  ενσωματώνονται  αρμονικά  με το ηχόχρωμα  των εγχώριων μελωδιών  που περιλαμβάνονται στον ίδιο δίσκο.  Εντούτοις,  στην  περίπτωση  του Poliker κάτι τέτοιο δεν  ισχύει. Ίσως μια εξήγηση γι’ αυτό   να είναι ότι ο συγκεκριμένος συνθέτης έχει καταβολές που τον συνδέουν με την Ελληνική Μουσική.   Σύμφωνα  με  μαρτυρία  της   Χαρούλας, που  ακούστηκε  στην  εκπομπή  για  την  οποία  μιλήσαμε  νωρίτερα,  παρότι  Ισραηλινός, ο  Poliker είναι  Ελληνικής  καταγωγής:  το  πραγματικό  του  ονοματεπώνυμο είναι Λεωνίδας  Πολικάρης. Όμως, ανεξάρτητα από το αν αυτό ισχύει  ή όχι, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι την Ελληνική και  την  Ισραηλίτικη  Μουσική Παράδοση τις συνδέουν  πολλά κοινά στοιχεία.
Πάντως, η  πιθανότητα  ο  Poliker να  έχει  Ελληνική  καταγωγή  είναι  μεγάλη.  Αυτό  φαίνεται  ιδιαίτερα  στη  μελωδία  του  τραγουδιού  «Στιγμές»,  που  είναι  και  το  πρώτο  του  δίσκου.  Πρόκειται  για  μια  μπαλάντα που ακούγοντάς την, διακρίνει κανείς έντονα  τα  στοιχεία  του  κλασικού  χασάπικου.  Οι  άλλες  δυο  συνθέσεις  του  Poliker που  περιλαμβάνονται  στον  δίσκο ΤΡΙΠΛΑ,  είναι  τα  τραγούδια  «Θεσσαλονίκη μου Δεν θα σε Ξαναχάσω», σε ρυθμό τσιφτετέλι και  «Το Δεδομένο», αυτό  σε  πιο  σύγχρονο  ρυθμό με έντονα ροκ στοιχεία. Στο  τραγούδι  «Στιγμές», παράλληλα  με  την  ερμηνεία,  ακούγεται  και η ηχογράφηση  με  τη  φωνή  του  Μανώλη  Ρασούλη  να  διαβάζει  τους  στίχους. Και τούτο οφείλεται στο ότι - σύμφωνα  με  τα  λεγόμενα  της  Χαρούλας επίσης  στην προαναφερόμενη  εκπομπή -  η  ηχογράφηση  της  απαγγελίας  πραγματοποιήθηκε  ώστε  να  βοηθηθεί  ο  συνθέτης  στην  έμπνευση  της  μουσικής επένδυσης.
Κλείνοντας  θα  πρέπει  να  πούμε  ότι  ο συγκεκριμένος δίσκος της Αλεξίου, σε σχέση με άλλους που  ηχογράφησε η τραγουδίστρια αυτήν την περίοδο, έχει μια  αξιοσημείωτη  διαφορά.  Αυτή η διαφορά έγκειται στο γεγονός πως, παρά τις σύγχρονες ενορχηστρώσεις  που υπάρχουν σε κάποια τραγούδια, η λαϊκή τους βάση δεν κρύβεται. Αυτό, πιστεύω, βοηθάει την ερμηνεύτρια να επιστρέψει σε πιο γνώριμα, για την ίδια αλλά και το κοινό της,  μονοπάτια.

Π.  Σκούρτης

3 – 2 - 2014     

21 Φεβ 2013

ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ

ΟΙ ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΣΧΟΛΕΣ ΤΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ ΚΑΙ Η ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΔΕΞΙΟΤΕΧΝΙΑΣ ΣΤΟ ΠΑΙΞΙΜΟ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ

Στις 8 Φεβρουαρίου του 2013 συμπληρώθηκαν σαράντα χρόνια από τον θάνατο του Μάρκου Βαμβακάρη. Καθώς όμως αλλάζουν οι καιροί, η δυνατότητα επαφής της νέας γενιάς με τις κουλτούρες παλαιότερων εποχών όλο και περισσότερο δυσκολεύει. Ως αποτέλεσμα αυτού του φαινομένου, και στην περίπτωση του Μάρκου συνέβη αυτό ακριβώς που  συμβαίνει με κάθε προσωπικότητα σε οποιονδήποτε πολιτισμικό χώρο. Έτσι προέκυψε κάτι παράδοξο. Παράλληλα με την αναγνώριση του έργου του, παρατηρείται και μια αμφισβήτηση όσον αφορά τη συμβολή της προσφοράς του στο μουσικό είδος το οποίο υπηρέτησε. Πιστεύω ότι ήρθε πλέον ο καιρός να ξεκαθαριστούν κάποια πράγματα.
Ο Μάρκος υπήρξε ο πρώτος καλλιτέχνης του Ρεμπέτικου που έκανε δίσκο με μπουζούκι στην Ελλάδα. Αναφερόμαστε ιδιαίτερα στην Ελλάδα γιατί είχε προηγηθεί ηχογράφηση ανάλογου δίσκου στην Αμερική, που περιελάμβανε το κομμάτι ‘Το Μινόρε του Τεκέ’, με δημιουργό αλλά και σολίστα τον μπουζουξή Γιάννη Χαλκιά ή Jack Gregory. Ωστόσο, ανεξάρτητα από τη γενική αντίληψη που επικρατεί, η ηχογράφηση στην Ελλάδα με τον Μάρκο δεν είναι ο κύριος λόγος που κατά πολλούς ο Βαμβακάρης χαρακτηρίστηκε ως ο πατέρας του Ρεμπέτικου. Έτσι κι αλλιώς λέγεται ότι αυτός που πρώτος ηχογράφησε κομμάτια με μπουζουκοειδές όργανο - και συγκεκριμένα με μπαγλαμά - ήταν ο Γιώργος Μπάτης. Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση: ο δίσκος του Μάρκου έτυχε να κυκλοφορήσει πριν από εκείνον του Μπάτη.
Ανεξάρτητα από το ποιος από τους δυο, ο Βαμβακάρης ή ο Μπάτης, ‘έγραψε’ πρώτος δίσκο με μπουζούκι, ο Μάρκος ήταν εκείνος ο οποίος καθιέρωσε τόσο το ύφος ερμηνείας όσο και τον τρόπο παιξίματος στα κομμάτια που ανήκουν στην Πειραιώτικη Σχολή του Ρεμπέτικου. Να σημειωθεί πως όταν λέμε Πειραιώτικη Σχολή, εννοούμε το μουσικό ρεύμα όπου περιλαμβάνονται τα τραγούδια με κύριο όργανο το μπουζούκι. Με την ευκαιρία αυτή να πούμε ότι ο όρος ‘Πειραιώτικη Σχολή’ χρησιμοποιείται για να διαχωριστεί το συγκεκριμένο είδος Ρεμπέτικου από το Σμυρναίικο που επικρατούσε πριν και στο οποίο κυριαρχούσαν όργανα που έχουν πρωτεύοντα ρόλο και στη δημοτική μας μουσική, όπως είναι το βιολί, το σαντούρι ή το ούτι. Πιο γνωστός εκπρόσωπος της Σμυρναίικης Σχολής υπήρξε ο συνθέτης Παναγιώτης Τούντας.

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στα όσα λέγαμε για την προσφορά του Μάρκου στο μουσικό είδος που υπηρετούσε. Όπως προείπαμε, υπάρχει στις μέρες μας το παράδοξο φαινόμενο αναγνώρισης και ταυτόχρονα αμφισβήτησης όσον αφορά τη σπουδαιότητα αυτής της προσφοράς. Γι’ αυτό, ακόμα και από θαυμαστές του, ακούμε να εκφράζονται απόψεις όπως, π.χ. ότι ο Μάρκος ναι μεν ήταν αξιόλογος, αλλά δεν υπήρξε δεξιοτέχνης. Σίγουρα στη λέξη ‘δεξιοτεχνία’ ο καθένας μπορεί να δώσει το δικό του νόημα. Στις μέρες μας βέβαια με τον όρο ‘δεξιοτεχνία’ συνήθως εννοούμε την τεχνική του γρήγορου και επιδεικτικού παιξίματος με την οποία αργότερα αναδείχτηκαν σολίστες όπως ο Γιάννης Σταματίου ή Σπόρος, ο Δημήτρης Στεργίου ή Μπέμπης και ο κορυφαίος σ’ αυτό το είδος παιξίματος Μανόλης Χιώτης. Υπό αυτήν την έννοια ο Μάρκος πράγματι δεν υπήρξε δεξιοτέχνης. Αν όμως θεωρήσουμε τη δεξιοτεχνία ως κάτι ευρύτερο από την τεχνική που αναφέρουμε παραπάνω, τότε θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι, εκτός από τα τόσα άλλα μας πρόσφερε με την τέχνη του εν λόγω δημιουργός, με την μοναδική μαστοριά του στο όργανο που έπαιζε, κατόρθωνε να συγκινεί το ακροατήριό του και ν’ αγγίζει τις καρδιές. Αν η δύναμη του καλλιτέχνη να συγκινεί το κοινό του δεν είναι γνώρισμα ικανό για να θεωρηθεί κάποιος δεξιοτέχνης, τότε νομίζω ότι αυτή η λέξη χάνει μεγάλο μέρος του νοήματός της.

Κλείνοντας και εις επίρρωση των όσων ανέφερα προηγουμένως, θα παρότρυνα κάθε ενδιαφερόμενο να ακούσει , από τους αυθεντικούς δίσκους του Μάρκου, οργανικά κομμάτια όπως τα ‘Ταξίμ Ζεϊμπέκικο’, ‘Ταξίμ Σερίφ’ και ‘Αράπ’. Επίσης αξίζει να προσέξει τον τρόπο με τον οποίο ο Γενάρχης του Πειραιώτικου Ρεμπέτικου παίζει κάποια ταξίμια ως εισαγωγές σε διάφορα τραγούδια του. Αριστοτεχνικό δείγμα της τελευταίας περίπτωσης αποτελεί η εισαγωγή στο τραγούδι ‘Σκύλα μ’ έκανες και λιώνω’.

1 Φεβ 2013

ΧΑΣΙΚΛΙΔΙΚΑ ΚΑΙ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ


Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΜΠΕΣΗΣ, Ο ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΑΝΔΡΕΑΤΟΣ  
ΚΑΙ ΤΑ ΧΑΣΙΚΛΙΔΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

Στα πλαίσια του Ραδιοφωνικού Προγράμματος ‘Εβδομάδες Ελλήνων Δημιουργών’, στην εκπομπή της 24ης Ιανουαρίου, ο Γιώργος Τσάμπρας παρουσίασε τον συνθέτη λαϊκών τραγουδιών Γιάννη Λεμπέση. Ο συνθέτης έκανε μια αναδρομή της μέχρι τώρα παρουσίας του στο χώρο της Λαϊκής Μουσικής και επίσης ακούστηκαν τραγούδια από τον καινούργιο του δίσκο ΤΑ ΙΔΙΑ ΚΑΙ ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ. Τα τραγούδια που μεταδόθηκαν ερμήνευσαν οι Παναγιώτης Λάλεζας, Μαρία Κατινάρη, Φάνης Ζαπατίνας, Μαριάνθη Νουδάκη, ο ίδιος ο συνθέτης καθώς και ο Γεράσιμος Ανδρεάτος. Κάποια στιγμή, ο τελευταίος εξέφρασε μια πολύ ξεκάθαρη άποψη όσον αφορά τις δημιουργίες των Γιάννη Λεμπέση και Βαγγέλη Κορακάκη. Είπε πως τα τραγούδια των συγκεκριμένων δημιουργών του αρέσουν για πολλούς λόγους μεταξύ των οποίων και για το ότι δεν είναι χασικλίδικα.

Ο Ανδρεάτος υποστήριξε πως, σήμερα, οι θαμώνες των λαϊκών κέντρων δεν θα πρέπει να ζητάνε χασικλίδικα τραγούδια επειδή τα ακούνε νέα παιδιά και διαφθείρονται. Κατά τη γνώμη μου το συγκεκριμένο επιχείρημα δεν ευσταθεί. Θεωρώ μάλιστα ότι αυτό το καινούργιο ‘μένος’ εναντίον των χασικλίδικων θυμίζει την αντικομουνιστική μανία. Εκείνος που θα ζητήσει ν’ ακούσει ή και να χορέψει κάποιο χασικλίδικο τραγούδι, πιστεύω ότι δεν επιδιώκει οπωσδήποτε να κάνει τον ‘μάγκα’ - κάτι που πολύ απαξιωτικά τόνισε ο εν λόγω ερμηνευτής -, ούτε ότι είναι ή επιθυμεί να γίνει χασικλής. Όπως συμβαίνει με όλα τα είδη τραγουδιών και όχι μόνο με τα Ρεμπέτικα, κι ένα χασικλίδικο μπορεί να αρέσει όχι απαραιτήτως για τον ‘επίμαχο’ στίχο, αλλά για το ρυθμό, τη μελωδία, το ιδιαίτερο ηχόχρωμα που μπορεί να έχει το παίξιμο, την εκφραστικότητα στην ερμηνεία και άλλα.

Οι απόψεις που διατυπώθηκαν εναντίον των χασικλίδικων στην εν λόγω εκπομπή όπως και άλλες παρόμοιες, μάλλον δείχνουν ότι τελευταία παρατηρείται και πάλι μια απόπειρα ώστε αυτά τα τραγούδια να διαγραφούν άπαξ διά παντός από το πεδίο του Ρεμπέτικου και να μην αναγνωρίζονται ως δείγματα γραφής μιας συγκεκριμένης περιόδου στην ιστορία αυτού του μουσικού είδους. Το γεγονός αυτό είναι απορίας άξιον. Δηλαδή, σύμφωνα με τη λογική που θέλει να διαγράψει το χασικλίδικο, μήπως θα έπρεπε να καταδικάσουμε και να απαξιώσουμε τα πρώτα αμερικάνικα Blues; Κάτι τέτοιο δεν έχει μέχρι τώρα συμβεί. Όμως κι αυτά τα τραγούδια δημιουργήθηκαν από άτομα που ζούσαν υπό συνθήκες ανάλογες μ’ εκείνες που βίωναν οι χασικλήδες στην Ελλάδα, από τους Νέγρους που δούλευαν σκλάβοι στις φυτείες του Αμερικάνικου Νότου. Και αναρωτιέται κανείς: γιατί δεν αποφασίζουμε επιτέλους να τηρήσουμε απέναντι στα ελληνικά χασικλίδικα μια στάση ανάλογη με αυτή που έχουν τηρήσει σε Ευρώπη και Αμερική όσον αφορά τη σύνδεση των πρώιμων blues με παρόμοια είδη Λαϊκής Μουσικής όπως jazz, country, rock και άλλα;

Κλείνοντας όμως ας επανέλθουμε στο θέμα που ανακίνησε ο κατά τα άλλα συμπαθέστατος και αξιολογότατος ερμηνευτής κύριος Ανδρεάτος. ΄Οσον αφορά τον κίνδυνο που μπορεί να διατρέχουν οι νέοι ακούγοντας χασικλίδικα, θα ήθελα να επισημάνω ότι, μέχρι τώρα τουλάχιστον, δεν έτυχε ν’ ακούσω ή να υποπέσει στην αντίληψή μου περίπτωση ατόμου που του γεννήθηκε η επιθυμία να μυηθεί στα ναρκωτικά ‘κατόπιν ακρόασης ελληνικού χασικλίδικου άσματος’. Μάλιστα, θα έλεγα ότι συνήθως στους χρήστες αρέσουν μουσικές με πιο σκληρό και έντονο ήχο από εκείνον που έχουν τα ρεμπέτικα, όπως οι heavy metal, rave, psychedelia και άλλες, χωρίς αυτό να θεωρηθεί προσπάθεια από μέρος μου να ‘στιγματίσω’ τα συγκεκριμένα είδη μουσικής. Ας μην ξεχνάμε ότι, όπως πάντα, έτσι και στις μέρες μας δεν έχουν λείψει οι αιτίες και αφορμές που μπορεί να επικαλεστεί κανείς προκειμένου να αιτιολογήσει τον εθισμό του σε ψυχοτρόπες ουσίες.