ΔΕΞΙΟΤΕΧΝΙΑ, ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΒΑΣΙΚΗ ΔΙΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΠΑΙΞΙΜΟ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ ΤΡΙΧΟΡΔΟΥ ΚΑΙ ΤΕΤΡΑΧΟΡΔΟΥ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙΟΥ
Στον χώρο του Ρεμπέτικου και του Λαϊκού Τραγουδιού είναι γνωστό ότι χρησιμοποιούνται δυο είδη μπουζουκιών, το εξάχορδο ή τρίχορδο και το οχτάχορδο ή τετράχορδο μπουζούκι. Το τρίχορδο είναι το είδος μπουζουκιού που ακούγεται στις αυθεντικές ηχογραφήσεις των ρεμπέτικων της Πειραιώτικης Σχολής και το οποίο πέρασε στη δισκογραφία, στο τοπίο της Λαϊκής Μουσικής, με την εμφάνιση του Μάρκου Βαμβακάρη. Όσο για το τετράχορδο, η πιο γνωστή στις μέρες μας μορφή οχτάχορδου ή τετράχορδου είναι αυτή που λάνσαρε ο Μανόλης Χιώτης προσθέτοντας ένα παραπάνω τέλι στο τρίχορδο μπουζούκι της εποχής του.
Τεχνικές λεπτομέρειες, όσον αφορά τα δύο είδη μπουζουκιών έχω ήδη αναφέρει στο άρθρο ΤΡΙΧΟΡΔΟ ΚΑΙ ΤΕΤΡΑΧΟΡΔΟ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙ ΚΑΙ ΔΕΞΙΟΤΕΧΝΙΑ. Εδώ, θα μιλήσουμε για το ποιο από τα δυο είδη μπουζουκιού παράγει αυθεντικότερη μουσική, ζήτημα για το οποίον οι γνώμες διχάζονται. Υπάρχουν βέβαια κι αυτοί που υποστηρίζουν ότι, για το πώς θα αποδοθεί καλλίτερα μια μελωδία, δεν έχει σημασία τι είδος μπουζουκιού – ή οποιουδήποτε άλλου οργάνου-παίζει κάποιος σολίστας, αλλά ο τρόπος με τον οποίον παίζει αυτό το όργανο. Σίγουρα, σε γενικές γραμμές, κάτι τέτοιο ισχύει. Όμως, ειδικότερα σε σχέση με το μπουζούκι- άλλωστε μόνο γι’ αυτό μπορώ να εκφέρω γνώμη - πιστεύω πως το τρίχορδο προσφέρει στον σολίστα τη δυνατότητα να επιδείξει τις δεξιοτεχνικές του ικανότητες περισσότερο απ’ ό,τι το τετράχορδο. Βέβαια το τετράχορδο δίνει στον σολίστα τη δυνατότητα για περισσότερη ευχέρεια στο παίξιμο. Για του λόγου το αληθές θα ήθελα να αναφερθώ στον αλησμόνητο λαϊκό συνθέτη και δεξιοτέχνη σολίστα του τρίχορδου Μιχάλη Γενίτσαρη. Στη συνέντευξη που είχε δώσει στον Άρη Σκιαδόπουλο και η οποία μεταδόθηκε από την τηλεοπτική εκπομπή του τελευταίου ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ, ο καλλιτέχνης αναφέρει περίπου τα εξής: η ευκολία στο παίξιμο του τετράχορδου σε σχέση με του τρίχορδου έγκειται στο ότι η απόσταση μεταξύ των μουσικών φθόγγων είναι μικρότερη στο τετράχορδο απ’ όσο στο τρίχορδο. Αυτό προσφέρει τη δυνατότητα στον σολίστα του τετράχορδου να παίζει με μεγαλύτερη ταχύτητα.
Σίγουρα η δεξιοτεχνία είναι μια ικανότητα η οποία, από τον καιρό που ο Μανόλης Χιώτης μετέτρεψε το μπουζούκι από τρίχορδο σε τετράχορδο, έχει ταυτιστεί με την ταχύτητα. Για μένα όμως, όπως έχω επανειλημμένα τονίσει, το αν κάποιος μπουζουξής διαθέτει την ικανότητα του δεξιοτέχνη, δεν σχετίζεται απαραιτήτως με τον ταχύ ή όχι ρυθμό παιξίματος, αλλά μάλλον με το πόσο ευρύ ήχο μπορεί να δημιουργήσει κατά την απόδοση της μελωδίας. Και όπως σημειώνει και πάλι ο Μιχάλης Γενίτσαρης, η μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ των φθόγγων είναι εκείνη που δημιουργεί την ευρύτητα και άρα το παίξιμο του τρίχορδου είναι πιο γλυκόηχο σε σχέση με του τετράχορδου.
Στον χώρο του Ρεμπέτικου και του Λαϊκού Τραγουδιού είναι γνωστό ότι χρησιμοποιούνται δυο είδη μπουζουκιών, το εξάχορδο ή τρίχορδο και το οχτάχορδο ή τετράχορδο μπουζούκι. Το τρίχορδο είναι το είδος μπουζουκιού που ακούγεται στις αυθεντικές ηχογραφήσεις των ρεμπέτικων της Πειραιώτικης Σχολής και το οποίο πέρασε στη δισκογραφία, στο τοπίο της Λαϊκής Μουσικής, με την εμφάνιση του Μάρκου Βαμβακάρη. Όσο για το τετράχορδο, η πιο γνωστή στις μέρες μας μορφή οχτάχορδου ή τετράχορδου είναι αυτή που λάνσαρε ο Μανόλης Χιώτης προσθέτοντας ένα παραπάνω τέλι στο τρίχορδο μπουζούκι της εποχής του.
Τεχνικές λεπτομέρειες, όσον αφορά τα δύο είδη μπουζουκιών έχω ήδη αναφέρει στο άρθρο ΤΡΙΧΟΡΔΟ ΚΑΙ ΤΕΤΡΑΧΟΡΔΟ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙ ΚΑΙ ΔΕΞΙΟΤΕΧΝΙΑ. Εδώ, θα μιλήσουμε για το ποιο από τα δυο είδη μπουζουκιού παράγει αυθεντικότερη μουσική, ζήτημα για το οποίον οι γνώμες διχάζονται. Υπάρχουν βέβαια κι αυτοί που υποστηρίζουν ότι, για το πώς θα αποδοθεί καλλίτερα μια μελωδία, δεν έχει σημασία τι είδος μπουζουκιού – ή οποιουδήποτε άλλου οργάνου-παίζει κάποιος σολίστας, αλλά ο τρόπος με τον οποίον παίζει αυτό το όργανο. Σίγουρα, σε γενικές γραμμές, κάτι τέτοιο ισχύει. Όμως, ειδικότερα σε σχέση με το μπουζούκι- άλλωστε μόνο γι’ αυτό μπορώ να εκφέρω γνώμη - πιστεύω πως το τρίχορδο προσφέρει στον σολίστα τη δυνατότητα να επιδείξει τις δεξιοτεχνικές του ικανότητες περισσότερο απ’ ό,τι το τετράχορδο. Βέβαια το τετράχορδο δίνει στον σολίστα τη δυνατότητα για περισσότερη ευχέρεια στο παίξιμο. Για του λόγου το αληθές θα ήθελα να αναφερθώ στον αλησμόνητο λαϊκό συνθέτη και δεξιοτέχνη σολίστα του τρίχορδου Μιχάλη Γενίτσαρη. Στη συνέντευξη που είχε δώσει στον Άρη Σκιαδόπουλο και η οποία μεταδόθηκε από την τηλεοπτική εκπομπή του τελευταίου ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ, ο καλλιτέχνης αναφέρει περίπου τα εξής: η ευκολία στο παίξιμο του τετράχορδου σε σχέση με του τρίχορδου έγκειται στο ότι η απόσταση μεταξύ των μουσικών φθόγγων είναι μικρότερη στο τετράχορδο απ’ όσο στο τρίχορδο. Αυτό προσφέρει τη δυνατότητα στον σολίστα του τετράχορδου να παίζει με μεγαλύτερη ταχύτητα.
Σίγουρα η δεξιοτεχνία είναι μια ικανότητα η οποία, από τον καιρό που ο Μανόλης Χιώτης μετέτρεψε το μπουζούκι από τρίχορδο σε τετράχορδο, έχει ταυτιστεί με την ταχύτητα. Για μένα όμως, όπως έχω επανειλημμένα τονίσει, το αν κάποιος μπουζουξής διαθέτει την ικανότητα του δεξιοτέχνη, δεν σχετίζεται απαραιτήτως με τον ταχύ ή όχι ρυθμό παιξίματος, αλλά μάλλον με το πόσο ευρύ ήχο μπορεί να δημιουργήσει κατά την απόδοση της μελωδίας. Και όπως σημειώνει και πάλι ο Μιχάλης Γενίτσαρης, η μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ των φθόγγων είναι εκείνη που δημιουργεί την ευρύτητα και άρα το παίξιμο του τρίχορδου είναι πιο γλυκόηχο σε σχέση με του τετράχορδου.
Κλείνοντας, θα ήθελα να προσθέσω ότι στο άρθρο που μνημονεύεται στην αρχή αυτού του κειμένου, από άγνοια ή λάθος, αναφέρω πως το κούρδισμα του τετράχορδου μπουζουκιού είναι Ντο, Φα, Λα, Ρε. Σύμφωνα όμως με τον Παναγιώτη Κουνάδη και με όσα υποστηρίζει στον τόμο 14 των βιβλίων που συνοδεύουν τη σειρά δίσκων 'Τα Ρεμπέτικα', το κούρδισμα του τετράχορδου είναι Ρε, Λα, Ρε, Σολ. Αν λοιπόν κατέγραψα λανθασμένη πληροφορία, αυτό δεν οφείλεται στην δική μου αμέλεια να το ψάξω. Εκείνος που με ενημέρωσε σχετικά, πήρε αυτή την πληροφορία από κάποιον που έπαιζε τετράχορδο μπουζούκι, άρα, υπέθεσα ότι έπρεπε να γνωρίζει αυτή διαδικασία. Αναφέρομαι στη συγκεκριμένη λεπτομέρεια όχι βέβαια για να δικαιολογήσω την αβλεψία μου, αλλά για να αποκαταστήσω την λανθασμένη πληροφορία που έδωσα στους αναγνώστες μου.
Π. Σκούρτης
29/9/2010