19 Δεκ 2008

Κ. Βάρναλης: 'Χρονογραφήματα'

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ: ΦΕΪΓ ΒΟΛΑΝ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ

ΑΚΟΜΑ ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΚΑΠΟΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΥ ΣΧΟΛΙΑΖΕ
Σ’ ΑΥΤΑ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ Ο ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ

O ορισμός που δίνεται από το λεξικό του Γιώργου Μπαμπινιώτη για τη λέξη «χρονογράφημα», είναι ότι πρόκειται για κείμενο κοινωνικού σχολιασμού, γραμμένο με χιουμοριστικό τρόπο. Σήμερα το να ασχολείται κανείς με τη γραφή τέτοιων κειμένων δεν είναι κάτι που πολυσυνηθίζεται, όμως στα παλιότερα χρόνια υπήρχε στα έντυπα μέσα ενημέρωσης μια στήλη που φιλοξενούσε αυτού του είδους τα γραπτά και κάθε εφημερίδα είχε τους χρονογράφους της. Η ενασχόληση με τα χρονογραφήματα, δεν αποτελούσε την κυρίως δουλειά όσων τα έγραφαν αφού χρονογράφοι υπήρξαν, μεταξύ πολλών άλλων, ο συγγραφέας θεατρικών έργων Δημήτρης Ψαθάς, στα «ΝΕΑ, όπως επίσης και ο ιστορικός και φιλόλογος Σπύρος Μελάς, στην «ΑΚΡΟΠΟΛΗ» και σε διάφορες άλλες εφημερίδες κ.α.
Ο λογοτέχνης Κώστας Βάρναλης ( 1884 - 1974 ) υπήρξε πρώτα απ’ όλα ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές. Ανέπτυξε όμως κι άλλες ποικίλες δραστηριότητες στον χώρο των Γραμμάτων και του Πνεύματος γενικότερα, μεταξύ των οποίων ήταν και η ενασχόλησή του με το χρονογράφημα. Κείμενά του που ανήκουν σ’ αυτό το είδος του γραπτού λόγου και τα οποία δημοσιεύονταν στην εφημερίδα «ΠΡΩΙΑ», συγκεντρώθηκαν τελευταία, κάτω από τον γενικό τίτλο «ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ», σ’ ένα βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ. Τη φροντίδα της έκδοσης ανέλαβε ο Γιώργος Ζεβελάκης, ο οποίος να σημειωθεί ότι στο πρόσφατο παρελθόν επιμελήθηκε κι ένα προσεγμένο ένθετο με πολύ ενδιαφέροντα κείμενα για τον Νίκο Καζαντζάκη. Το συγκεκριμένο ένθετο είχαν προσφέρει στους αναγνώστες της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ οι υπεύθυνοι της εφημερίδας στο φύλλο της 3ης Νοεμβρίου 2007.
Το βιβλίο με τα κείμενα του Βάρναλη εκτός από τον τίτλο «ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ» έχει κι έναν υπότιτλο «ΦΕΪΓ ΒΟΛΑΝ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ». Ο υπότιτλος αυτός παραπέμπει τόσο στην εποχή που γράφονταν και δημοσιεύονταν αυτά τα κείμενα, όσο και στα χαρτάκια - τύπου φέιγ βολάν- στα οποία ο λογοτέχνης έβρισκε τις ειδήσεις που τον ενέπνεαν να δημιουργήσει τα αναφερόμενα γραπτά. Όμως πιστεύω πως ο συγκεκριμένος υπότιτλος υποδηλώνει επιπλέον το γεγονός ότι στο αναφερόμενο βιβλίο δεν περιέχεται το σύνολο των χρονογραφημάτων του Βάρναλη κατ’ αυτή την περίοδο, αλλά μόνο ένα ενδεικτικό μέρος των όσων γράφτηκαν που επιλέχτηκαν τυχαία από το προσωπικό αρχείο του επιμελητή Γ. Ζεβελάκη, όπως αναφέρεται άλλωστε και στην υποσημείωση, (σελ. 317).
Τυπικά, η εποχή της Κατοχής για την Ελλάδα αρχίζει το 1941, με την εισβολή των Ιταλών φασιστών στη χώρα, αλλά πολλές φορές όταν λέμε «Κατοχή» αναφερόμαστε στα χρόνια που η πατρίδα μας ζούσε κάτω από τον ζυγό των Γερμανών κατακτητών, δηλαδή την περίοδο 1941 - 44. Εκείνη ακριβώς ήταν η εποχή δημιουργίας των κειμένων που περιλαμβάνονται στο βιβλίο που εδώ σχολιάζεται. Ωστόσο ξαφνιάζεται ή μάλλον καλύτερα να πούμε ‘εκπλήσσεται’ ο αναγνώστης όταν διαπιστώνει πως πολλές από τις επισημάνσεις που κάνει ο χρονογράφος για την Ελλάδα εκείνης της εποχής, ισχύουν ακόμα και σήμερα. Κάποια παραδείγματα χρονογραφημάτων όπου γίνονται τέτοιες επισημάνσεις είναι: «ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΡΓΙΑ», «Η ΑΓΑΠΗ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ» «ΖΑΠΠΕΙΟ», «ΛΑΪΚΕΣ ΑΓΟΡΕΣ», «ΠΑΡΑΔΟΥΛΕΥΤΡΕΣ». Για παράδειγμα, στο χρονογράφημα «Η ΑΓΑΠΗ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ», ο συγγραφέας σχολιάζει την αδιαφορία των Ελλήνων για την καθαριότητα του περιβάλλοντος. Ο Βάρναλης δίνει μια εξήγηση γι’ αυτή την αδιαφορία, καταθέτοντας την άποψη ότι το συγκεκριμένο φαινόμενο είναι συνυφασμένο με τον χαρακτήρα των Ελλήνων, κατάλοιπο από τότε που ζούσαν σε μονοκατοικίες. Φαίνεται ότι ο χρονογράφος είχε απόλυτο δίκιο, γιατί παρά την παρέλευση μισού αιώνα και πλέον ο Έλληνας ενώ φροντίζει πάντα να διατηρεί το σπίτι του καθαρό, σωριάζει τα σκουπίδια του σε όλο τον περιβάλλοντα χώρο σφυρίζοντας, αδιάφορος όχι μόνο ‘για την αγάπη της πόλεως’ αλλά και για την υγεία του ειδικότερα. Όσο για το κείμενο «ΠΑΡΑΔΟΥΛΕΥΤΡΕΣ», ας σημειωθεί το εξής: μπορεί στις μέρες μας να αποκαλούμε αυτή την κατηγορία εργαζόμενων γυναικών ‘οικιακές βοηθούς’, η ωραιοποίηση όμως του όρου δεν αναιρεί το γεγονός ότι πολλά απ’ όσα αναφέρονται στο συγκεκριμένο χρονογράφημα είναι ακόμα επίκαιρα.
Η έκδοση χωρίζεται σε οχτώ ενότητες. Παρά τον γενικό τίτλο της, τα χρονογραφήματα έχουν περιληφθεί αποκλειστικά στις εφτά απ’ αυτές, ενώ στην τελευταία καταχωρίσθηκαν απλώς δημοσιογραφικά κείμενα που ο λογοτέχνης έγραψε σχολιάζοντας είτε θέματα της τότε επικαιρότητας είτε άλλα ζητήματα που τον απασχολούσαν.
Κλείνοντας, θα ήθελα να εκφράσω μερικές σκέψεις οι οποίες δεν σχετίζονται με τα κείμενα του βιβλίου που σχολιάζεται ειδικά, αλλά με το χρονογράφημα γενικότερα. Κατά την προσωπική μου βέβαια πάντα άποψη, τα γραπτά που ανήκουν στο συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος διαθέτουν χαρακτηριστικά κοινά με το διήγημα ή την ιστορία. Δηλαδή, σε αντίθεση με το μυθιστόρημα που είναι εκτενές, και στις τρεις αυτές περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με κείμενα περιορισμένης έκτασης. Όμως θεωρώ ότι, εξαιτίας του περιορισμένου χώρου στον οποίο τις περισσότερες φορές δημοσιεύεται το χρονογράφημα, ο χρόνος ανάπτυξης της πλοκής του πρέπει να είναι πολύ πιο σύντομος συγκριτικά με αυτόν που απαιτείται για ένα διήγημα ή μια ιστορία. Αυτός ο παράγοντας της χρονικής οικονομίας ως προς την αφήγηση, μαζί και με την έννοια του επείγοντος - που διαφοροποιεί το χρονογράφημα από το διήγημα -, δημιουργούν την εντύπωση ότι το πρώτο είναι ένα ιδιαίτερα δύσκολο είδος πεζογραφίας. Άρα, μάλλον δεν αρκεί να είναι κανείς άνθρωπος των Γραμμάτων προκειμένου να ασχοληθεί με αυτό. Ο χρονογράφος χρειάζεται αφενός μεν να διαθέτει ιδιαίτερη αντίληψη στην ‘ανίχνευση’ της καθημερινότητας καθώς και μαεστρία όσον αφορά την επιλογή του ‘καυτού’ θέματος που θα παρουσιάσει. Αφετέρου δε, χρειάζεται να διαθέτει ιδιαίτερο ταλέντο ώστε να επισύρει την προσοχή του κοινού σε όσα άξια προσοχής ή και σχολιασμού αποκαλύπτει. Με άλλα λόγια, ένα χρονογράφημα πρέπει να εμπεριέχει - σε σωστές πάντα δόσεις - στοιχεία της επικαιρότητας που να αποσκοπούν στο να επιτύχουν, με ανάλαφρο και γλαφυρό τρόπο, την αφύπνιση του αναγνώστη. Δεδομένου λοιπόν ότι την εποχή που έγραφε αυτά τα ‘φέιγ βολάν’ ο Βάρναλης η ‘εικόνα’ ήταν είδος άκρως επικίνδυνο, το χρονογράφημα, που μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα ‘σκαρίφημα-χρονικό’, ήταν εξαιρετικά επικοινωνιακό και είχε μεγάλη απήχηση και αποδοχή.

Π. Σκούρτης
21- 1-2008

16 Δεκ 2008

Γ. Ξανθούλης: "Του Φιδιού το Γάλα"

«ΤΟΥ ΦΙΔΙΟΥ ΤΟ ΓΑΛΑ»
ΜΕΤΕΩΡΕΣ ΚΑΙ ΑΟΡΙΣΤΕΣ ΟΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΑΠΟ ΕΝΑ ΣΗΜΕΙΟ ΚΑΙ ΠΕΡΑ ΣΤΟ ΝΕΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΞΑΝΘΟΥΛΗ


Μετά την κυκλοφορία των βιβλίων του «ΚΙ ΥΣΤΕΡΑ ΗΡΘΑΝ ΟΙ ΜΕΛΙΣΣΕΣ» και «ΤΟ ΤΡΕΝΟ ΜΕ ΤΙΣ ΦΡΑΟΥΛΕΣ» ο λογοτέχνης και θεατρικός συγγραφέας Γιάννης Ξανθούλης παρουσίασε πρόσφατα το νέο του μυθιστόρημα. Ο τίτλος του βιβλίου είναι «ΤΟΥ ΦΙΔΙΟΥ ΤΟ ΓΆΛΑ» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Πρόκειται για την ιστορία του Ανέστη Κομνηνού, ενός ατόμου που γενικά πολλοί άνθρωποι της εποχής μας θα χαρακτήριζαν αποτυχημένο. Ο πατέρας του Ανέστη είναι φερετροποιός και η μάννα του μια γυναίκα που κάποτε μπορεί να είχε φιλοδοξίες όμως, καταπώς φαίνεται, εγκλωβίστηκε μέσα σ’ έναν φαινομενικά επιτυχημένο αλλά μάλλον συμβατικό γάμο. Έτσι ο κεντρικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος που είναι ο μικρός γιος της οικογένειας, αποτελεί την ελπίδα των γονιών και του μεγάλου αδελφού του – ο οποίος έχει καταλήξει να δουλεύει στο μαγαζί με τον πατέρα τους - για κοινωνική άνοδο και καταξίωση.
Ο δευτερότοκος γιος σχεδιάζει να δώσει εξετάσεις στο Πολυτεχνείο και να γίνει αρχιτέκτονας, τα πράγματα όμως ανατρέπονται από τη στιγμή που αποτυγχάνει εξαιτίας της εμπλοκής του με τη μυστηριώδη οικογένεια Μέντα. Όταν πεθαίνει ο ασθενικός γιος της οικογένειας Μέντα, ο Άλκης, ο Ανέστης κληρονομεί απ’ αυτόν μια πλούσια βιβλιοθήκη και αποφασίζει να γίνει εκδότης. Κάποια χρόνια πιο μετά, η μάννα του αυτοκτονεί. μην αντέχοντας ‘να βλέπει στα χαρτιά’ τη συνεχιζόμενη κακοτυχία του γιου της. Γιατί και στο επάγγελμα του εκδότη, ο Ανέστης αποτυγχάνει και για να επιζήσει ο εκδοτικός οίκος του αλλά και ο ίδιος, καταλήγει να εκδίδει όποιαδήποτε σαβούρα του φέρουν προς έκδοση. Επιπλέον η μάννα αισθάνεται προδομένη μετά την αποκαλυψη ενός μυστικού για την εξωσυζυγική ζωή του άντρα της αλλά πολύ περισσότερο επειδή ανακαλύπτει, πως ο μεγάλος της γιος όχι μόνον κάλυπτε τις ατασθαλίες του πατέρα του, αλλά υπήρξε και συνένοχός του.
Η ονομασία του μυθιστορήματος «ΤΟΥ ΦΙΔΙΟΥ ΤΟ ΓΑΛΑ» προέρχεται από τον τίτλο μιας γιαπωνέζικης ταινίας απ’ αυτές που έχει στη συλλογή του ο φίλος του Ανέστη, ο Άλκης , αλλά ίσως αποτελεί και ένα λογοπαίγνιο-μεταφορά της γνωστής φράσης «του πουλιού το γάλα». Αυτός επίσης είναι ο τίτλος ενός χειρογράφου, ως συγγραφέας του οποίου φέρεται ο εκδότης. Ατό το χειρόγραφο φτάνει στα γραφεία του εκδοτικού οίκου σε μια περίοδο κατά την οποία η μεν επιχείρηση βρίσκεται σε πλήρη παρακμή ο δε διευθύνων σε κάπως προχωρημένη ηλικία. Ο Ανέστης όμως δεν κατορθώνει να θυμηθεί αν και πότε ήταν αυτός που δημιούργησε το συγκεκριμένο ντοκουμέντο-απεικόνιση μιας αποτυχημένης ζωής που είχε εν μέρει διαγράψει από την μνήμη του. Επιπλέον δεν θυμάται να ταχυδρόμησε αυτό το χειρόγραφο στον εκδοτικό του οίκο.
Εδώ, θα ήθελα να ξεφύγω για λίγο από το κυρίως θέμα και να μιλήσω γενικότερα. Υπάρχει ένα ζήτημα που αφορά όλους όσους γράφουν κριτικές για λογοτεχνικά έργα αλλά κυρίως για μυθιστορήματα. Περιγράφοντας την υπόθεση ενός βιβλίου που ανήκει στο προαναφερόμενο λογοτεχνικό είδος, οι κριτικοί πρέπει ν’ αρκούνται στο ν’ αναφέρουν μόνο όσα στοιχεία θεωρούν ότι είναι απαραίτητα για να κεντρίσουν την περιέργεια του υποψήφιου αναγνώστη. Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αν από την κριτική αποκαλυφθεί όλη η υπόθεση του βιβλίου, ποιος ο λόγος να το αγοράσει κάποιος; Όμως στο μυθιστόρημα του Ξανθούλη που σχολιάζεται σ’ αυτό το άρθρο διαφοροποιούνται κάπως τα πράγματα. Έχει κανείς την αίσθηση πως προκειμένου οι καταστάσεις να μπουν σε κάποια τάξη, είναι αναγκαίο ν’ αποκαλυφθεί μεγάλο μέρος της ιστορίας, γιατί από ένα σημείο και πέρα όλα είναι πολύ μπερδεμένα κι αόριστα.
Σ' αυτό το έργο ο συγγραφέας μάλλον επιθυμεί να μας περιγράψει την κατάσταση που μπορεί να βιώνει ένας άνθρωπος όταν αποφασίζει ν’ απωθήσει από την μνήμη του κάποια πράγματα που τον ενοχλούν γιατί του θυμίζουν τις λανθασμένες επιλογές του. Ως ένα σημείο τα καταφέρνει, μετά όμως τα πράγματα μπερδεύονται. Αυτό προκύπτει γιατί δεν υπάρχει καμία σύνδεση ανάμεσα στο κεφάλαιο που κατά κάποιο τρόπο αποτελεί την εισαγωγή στο κυρίως κείμενο και σ’ αυτό με το οποίο ολοκληρώνεται το βιβλίο. Δηλαδή, ενώ από το εισαγωγικό κεφάλαιο πληροφορούμαστε ότι ο Ανέστης Κομνηνός ήταν πράγματι εκείνος που έγραψε το χειρόγραφο, στο τελευταίο δεν ξεκαθαρίζεται αν ο ίδιος αντιλαμβάνεται τι του συμβαίνει. Με άλλα λόγια, δεν πληροφορούμαστε αν ο εκδότης συνειδητοποιεί τελικά την κατάστασή του και αποδέχεται την πραγματικότητα ή συνεχίζει να θεωρεί αντικειμενικά τα γεγονότα που αναφέρονται στο χειρόγραφο και τα οποία σημάδεψαν την πορεία του τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο. Κατά τ’ άλλα, το συγκεκριμένο μυθιστόρημα διαθέτει έντονο το ευτράπελο στοιχείο αλλά και πικρό χιούμορ, γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν γενικά τη γραφή του Ξανθούλη.
Π.Σκούρτης
4/1/2008

Ζεϊμπέκοι και Ζεϊμπέκικο

ΖΕΪΜΠΕΚΟΙ ΚΑΙ ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ:
Ο ΧΟΡΟΣ ΑΥΤΟΣ ΥΠΗΡΧΕ ΠΟΛΥ ΠΡΙΝ ΤΑΥΤΙΣΤΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΗΣ ΜΑΓΚΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ

Προσωπικά αποφεύγω συνήθως να διαβάζω μελέτες επειδή η συνεχής παράθεση των απόψεων και των πληροφοριών, αλλά και των πηγών απ’ όπου αυτές προέρχονται, τις πιο πολλές φορές με κουράζει. Πρέπει να πω ότι αυτό ισχύει ακόμα και για εκείνες που αφορούν θέματα τα οποία μ’ ενδιαφέρουν πολύ. Όμως αυτή την αίσθηση βαρεμάρας και κόπωσης, καθόλου δεν μου τη δημιουργησε το νέο συγγραφικό έργο του λαογράφου καθηγητή, μουσικοσυνθέτη λαϊκών τραγουδιών και ερμηνευτή, Θωμά Κοροβίνη. Πρόκειται για το βιβλίο ΟΙ ΖΕÏΜΠΕΚΟΙ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ.
‘Ζεïμπέκοι’ ή ‘ζεϊμπέκηδες’ ήταν οι άνθρωποι από τους οποίους ο ζεϊμπέκικος χορός πήρε το όνομά του. Το γεγονός ότι κατά πολλους αυτός ο χορός θεωρείται Τούρκικης - και κατ’ άλλους Ελληνικής – προέλευσης, είναι λίγο-πολύ γνωστό. Όμως η μελέτη του Κοροβίνη παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον για τον εξής λόγο: ο συγγραφέας δεν περιορίζεται στο να αναφέρει ή ακόμα και στο να τεκμηριώνει τις ποικίλες αντικρουόμενες απόψεις που υπάρχουν γύρω απ’ αυτό το θέμα, ούτε στο να καταθέτει απλώς μεταξύ άλλων και τη δική του θέση. Αντίθετα ψάχνει πολύ πίσω, για ν’ ανακαλύψει που έχουν τις ρίζες τους τόσο ο τρόπος ζωής των Ζεϊμπέκων, όσο και το ζεϊμπέκικο. Σύμφωνα λοιπόν με όσα συμπεραίνουμε διαβάζοντας αυτό το συγγραφικό έργο, το Ζεϊμπέκικο – ή ο Ζεϊμπέκικος - υπήρχε πολύ πριν ταυτιστεί με τους μάγκες και τον κόσμο του Ρεμπέτικου.
Στο αναφερόμενο βιβλίο ανακαλύπτει κανείς πως υπάρχουν πολλά στοιχεία που συνδέουν τον Λαϊκό Πολιτισμό της Ελλάδος μ’ εκείνον της Τουρκίας. Ο αναγνώστης διαπιστώνει επίσης ότι μεγάλος αριθμός λέξεων οι οποίες είναι πλέον κλασικές της ελληνικής αργκό, προέρχονται από το λεξιλόγιο των ζεϊμπέκων. Βέβαια η σημασία κάποιων απ’ αυτές σήμερα, είναι πολύ ή ελαφρώς διαφορετική απ’ αυτή που είχαν στην αρχή. Ένα τυπικό παράδειγμα της περίπτωσης που μόλις αναφέρθηκε, είναι η λέξη ‘μπαϊράκι’. Στην ελληνική αργκό, η λέξη αυτή σημαίνει ‘επανάσταση’, ‘ανταρσία’, ενώ στο λεξιλόγιό τους οι ζεϊμπέκοι χρησιμοποιούσαν την ίδια λέξη για κάτι εντελώς αλλοιώτικο: ‘μπαϊράκι’ ονομαζόταν η σημαία την οποία οι Εφέδες – δηλαδή οι αρχιζεϊμπέκοι - ύψωναν για ν’ αναγγείλουν τον επικείμενο γάμο τους. Ένα άλλο λήμμα που σώζεται από την παράδοση των ζεϊμπέκων, είναι το ‘ντερβίσης’. Σε αντίθεση με το ‘μπαϊράκι’, η σημασία με την οποία αυτή η λέξη πέρασε στο λεξιλόγιο του Ελληνικού Περιθωρίου, δεν απέχει και πολύ από την έννοια που αρχικά είχε. Στην ελληνκή αργκό, η λέξη ‘ντερβίσης’ σημαίνει ‘καλότροπος μάγκας’, ενώ στο περιβάλλον της κοινωνικής ομάδας στην οποία ανφερόμαστε, ντερβίσηδες ήταν οι ζεϊμπέκοι που βοηθούσαν τους ταξιδιώτες να διαβούν επικίνδυνους δρόμους, προστατεύοντάς τους από πιθανές επιθέσεις ληστών.
Ακριβώς επειδή σ’ αυτό το βιβλίο υπάρχουν πολλά σημεία που συνδέουν τον Λαϊκό Πολιτισμό της Ελλάδος με εκείνον της Τουρκίας, όσοι πιστεύουν πως ο ζεϊμπέκικος είναι τούρκικος, μπορεί διαβάζοντάς το να νοιώσουν προς στιγμήν ότι δικαιώνονται. Όμως δεν έχουν τελείως έτσι τα πράγματα. Κατά την προσωπική μου γνώμη, η γενική θέση του Κοροβίνη δεν γίνεται εύκολα αντιληπτή, επειδή στη μελέτη του αναφέρονται ποικίλες απόψεις εντούτοις με την πρόοδο της ανάγνωσης φαίνεται πως η θέση του συμπίπτει με αυτή του ομότεχνού του Κώστα Ταχτσή και είναι η παρακάτω: αυτοί που επινόησαν τον ζεϊμπέκικο ήταν κάποοι στρατιώτες που ακολούθησαν τον Μεγαλέξανδρο κατά την εκστρατεία του στη Μικρά Ασία και οι οποίοι κατάγονταν από τη Θράκη. Λέγεται επίσης ότι ήταν οι ίδιοι άνθρωποι που επινόησαν και τον χασάπικο, προκειμένου να σχηματίσουν γέφυρα και να διασχίσουν τον Γρανικό ποταμό.
Αν θελήσει κανείς να ενστερνιστεί τη θεωρία που προαναφέρθηκε και παράλληλα να τη συνδέσει με εκείνη που υποστηρίζει ότι οι δρόμοι της λαϊκης μουσικής είναι Βυζαντινοί, τότε πρέπει να αποδεχτεί το εξής: ο Ζεϊμπέκικος επέζησε και καθ’ όλη τη διάρκεια των Βυζαντίου. Εφόσον αυτό αληθεύει, φαίνεται ότι ο χορός που διασώθηκε, στη συνέχεια υιοθετήθηκε από υπηκόους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι οποίοι, με τη σειρά τους, τον μπόλιασαν με ανατολίτικα στοιχεία. Με δεδομένο ότι αυτοί οι υπήκοοι δεν ήταν όλοι γηγενείς Τούρκοι αλλά μεταξύ τους υπήρχαν και Έλληνες που εξισλαμίστηκαν, μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο χορός αυτός έχει πράγματι ελληνική προέλευση.
Σύμφωνα με το βιβλίο αυτό του Κοροβίνη, Ζεϊμπέκικος υπήρχε και χορευόταν επίσης στα νησιά του Αιγαίου. Μάλλον πρόκειται για το είδος ζεϊμπέκικου που, όπως αναφέρει ο Μάρκος στην αυτοβιογραφία του, χορευόταν στη Σύρα όταν εκείνος ήταν ακόμα παιδί. Όμως η εκδοχή του χορού η οποία μόλις αναφέρθηκε, δεν είναι ευρύτερα γνωστή. Αντίθετα η παραλλαγή που οι κάτοικοι των Ελλαδικού χώρου γνώρισαν τα νεότερα χρόνια, είναι εκείνη του αποκαλούμενου ‘Μικρασιάτικου ζεϊμπέκικου’. Από το γεγονός και μόνο ότι στον συγκεκριμένου ζεϊμπέκικου – ο οποίος χορεύεται από έναν και μόνο χορευτή - δόθηκε αυτή η ονομασία, εικάζεται πως οι Μικρασιάτες, όταν έφτασαν στην Ελλάδα ως πρόσφυγες, επανέφεραν το χορό στη γη απ’ όπου ξεκίνησε. Σε αντίθεση με την Μικρασιάτικη παραλλαγή του ζεϊμπέκικου, που χορεύεται από μοναχικούς, γενικά, ο χορός αυτός μπορεί να είναι και ομαδικός. Επιπλέον, ο Μικρασιάτικος - τουλάχιστον μέχρι πρότινος - χορευόταν αποκλειστικά από άντρες, ενώ στην Τουρκία και γενικά στην Ανατολία, ο ζεϊμπέκικος χορεύεται και από γυναίκες
Η θεωρία περί της Θρακικής προέλευσης αυτού του χορού, υποστηρίζει ότι η ονομασία ‘ζεϊμπέκικος’ πρέπει να είναι ελληνική και συγκεκριμένα να προέρχεται από τον συνδυασμό των λέξεων ‘Ζεύς’ και ‘μπέκος’. Το δεύτερο συνθετικό της λέξης ‘ζεϊμπέκικος’, στα Φρύγικα - δηλαδή στα παλιά Θράκικα - σημαίνει ‘ψωμί’. Η σχέση που συνδέει την ονομασία με τον θεό Δία και τη λέξη ‘ψωμί’, φαίνεται να επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι ο χορός λεγόταν και ‘Αρτοζηνός’. Σ’ αυτό το σημείο επιθυμώ να αναφέρω και μια καθαρά προσωπική μου γνώμη. Η άποψη σύμφωνα με την οποία η ονομασία που τελικά επικράτησε προέρχεται από τις λέξεις ‘Ζευς’ και ‘μπέκος’ ίσως να επαληθεύεται και από το ότι, όσοι χορεύουν σωστά τον ζεϊμπέκικο, κοιτάζουν πότε προς τον ουρανό, σαν να κάνουν δέηση, και πότε προς τη γη, σα να περιμένουν από αυτήν κάτι. Ωστόσο, έχω επίσης την αίσθηση ότι, πιθανόν, ο ‘αρτοζηνός’ να μετανομάστηκε σε ‘ζεϊμπέκικος’ για τον εξής λόγο; πολλοί Τούρκοι υπήκοοι μεταξύ των οποίων, όπως προείπαμε, υπήρχαν και Έλληνες, μετέπειτα ανέπτυξαν δράση κατά της Οθωμανικής Εξουσίας, με άλλα λόγια έγιναν ‘ζεϊμπέκοι’, δηλαδή αντάρτες.
Μεγάλος αριθμός ζεϊμπέκων ασκούσε μεταξύ άλλων δραστηριοτήτων και την ‘κοινωνική ληστεία’, που ήταν κυρίως η αρπαγή περιουσίας από τους ισχυρούς με σκοπό την ενίσχυση των αδύναμων. Βέβαια - κι εδώ θ’ αναφέρω επίσης μια προσωπική μου γνώμη - το ό,τι επιδίδονταν σ’ αυτή τη δραστηριότητα είναι κάτι που έρχεται σε πλήρη αντίφαση με τα γεγονότα τα οποία συνέβησαν κατά την διάρκεια της Μικρασιατικής Καταστροφής. Τότε, αρκετοί εξισλαμισμένοι Έλληνες που είχαν γίνει ζεϊμπέκοι, στράφηκαν ανοιχτά ενάντια στους πρώην συμπατριώτες τους. Όμως, όπως επισημαίνεται στο βιβλίο του Κοροβίνη, εκτός από τους ‘κοινωνικούς ληστές’ υπήρχαν και ζεϊμπέκοι που απλώς ήταν παραβάτες του κοινού ποινικού δικαίου. Εικάζω λοιπόν ότι από τους Έλληνες – ζεϊμπέκους μάλλον εκείνοι που πολύ περισσότερο θα στράφηκαν κατά των πρώην συμπατριωτών τους, ανήκαν στην τελευταία κατηγορία. Υποστηρίζω κάτι τέτοιο γιατί είναι γνωστή η ταχτική που εφαρμόζουν οι κυβερνώντες για να επιτύχουν τους σκοπούς τους: είναι ικανοί να επιστρατεύσουν ακόμα κι αυτούς που μέχρι πρότινος θεωρούνταν αποβράσματα της κοινωνίας, προκειμένου να ανατρέψουν εκείνους που υποθέτουν ότι βλάπτουν τα συμφέροντά τους.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, διαβάζοντας το βιβλίο του Κοροβίνη μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι ο ζεϊμπέκικος υπήρχε πολύ πριν ταυτιστεί με το περιβάλλον του Ρεμπέτικου. Η θέση αυτή φαίνεται να παραπέμπει σε μια άλλη παρόμοια θεωρία που υπάρχει και η οποία αφορά τους πρώτους μάγκες. Στην Ελληνική εκδοχή του βιβλίου ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ - το οποίο έγραψε η Αυστραλέζα μουσικολόγος Γκαίηλ Χόλστ - υπάρχει παράρτημα με άρθρα του Ελληνικού Τύπου γύρω από το Ρεμπέτικο Τραγούδι. Σ’ ένα απ’ αυτά αναφέρεται ότι οι πρώτοι μάγκες ήταν κάποιοι αγωνιστές του ‘21 που, μετά την Επανάσταση, περιφέρονταν παροπλισμένοι στην Αθήνα όπου και επιδίδονταν σε μη συμβατές με την επίσημη κοινωνία δραστηριότητες ανάλογες με εκείνες των ζεϊμπέκων της Ανατολής. Σ’ αυτή την περίπτωση λοιπόν μπορούμε εύκολα να υποθέσουμε τους λόγους για τους οποίους ο ζεϊμπέκικος από χορός κυρίως των «κοινωνικών ληστών» της Ανατολίας οι οποίοι κατέφευγαν σε βουνά και σε λημέρια παντός είδους , πέρασε στον κόσμο του Αστικού Περιθωρίου στην Ελλάδα και στη συνέχεια,στο περιβάλλον του Ρεμπέτικου.

Π. Σκούρτης
3 -5- 2007

8 Δεκ 2008

Χρύσα Δημουλίδου: 'Το Φιλί του Δράκου'



ΧΡΥΣΑ ΔΗΜΟΥΛΙΔΟΥ: ‘ΤΟ ΦΙΛΙ ΤΟΥ ΔΡΑΚΟΥ’
ΕΝΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΜΕ ΕΝΤΟΝΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗΣ ΔΡΑΣΗΣ



Η Χρύσα Δημουλίδου υπήρξε ως τώρα δημιουργός βιβλίων τα οποία μάλλον συγκαταλέγονται στη φεμινιστική λογοτεχνία. Πρέπει να επισημάνω ότι προσωπικά διαχωρίζω αυτού του είδους τη λογοτεχνία από εκείνη που γενικά δημιουργείται από γυναίκες. Και τούτο επειδή θέλω να πιστεύω πως η διάσταση μεταξύ των δυο φύλων – η οποία βρίσκεται συνήθως στο επίκεντρο των βιβλίων που ανήκουν στη φεμινιστική λογοτεχνία - δεν είναι το μόνο πρόβλημα που απασχολεί τις γυναίκες-συγγραφείς. Όπως και να ’χει στο λογοτεχνικό είδος για το οποίο μόλις μιλήσαμε, ανήκουν κάποια προηγούμενα έργα της αναφερόμενης συγγραφέως. Έτσι φαίνεται τουλάχιστον αν κρίνει κανείς από τίτλους του τύπου «ΑΝΤΡΕΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΔΕΝ ΘΑ ΠΑΡΩ», «ΜΗΝ ΠΥΡΟΒΟΛΕΙΤΕ ΤΗ ΝΥΦΗ» ΤΟΝ ΑΝΤΡΑ ΣΟΥ ΚΕΡΑΤΩΝΕ ΚΑΙ ΜΑΓΙΑ ΜΗΝ ΤΟΥ ΚΑΝΕΙΣ» κ.α. Όμως, αυτή τη φορά η Δημουλίδου παρουσιάζει ένα φαινομενικά αστυνομικό μυθιστόρημα με τίτλο «ΤΟ ΦΙΛΙ ΤΟΥ ΔΡΑΚΟΥ» που, όπως όλα τα άλλα, κυκλοφορεί κι αυτό από τις εκδόσεις «ΛΙΒΑΝΗ».
Στην αρχή του μυθιστορήματος περιγράφεται η ζωή της Αριστέας Κασιμάτου, μιας νοσοκόμας με ιδιόρρυθμο χαρακτήρα, η οποία εργάζεται στο νοσοκομείο Σερρών. Στις 13 Μαρτίου 1964, καταφθάνει εκεί για να γεννήσει η Ελένη Ιορδανίδου. Έχοντας την υπόνοια ότι ο σύζυγος της μπορεί να είναι στείρος - μα χωρίς να φανερώσει σε κανέναν τις υποψίες της - και αποφασισμένη να γίνει μητέρα, η Ελένη κουβαλάει μέσα της το παιδί ενός άλλου, άγνωστου στην πόλη, άντρα. Στη συνέχεια – πολλά χρόνια μετά – παρακολουθούμε τον αστυνόμο Φώτη Στεργίου, ο οποίος προσπαθεί να εξιχνιάσει τις δολοφονίες νεαρών κοριτσιών που είχαν γεννηθεί στο ίδιο νοσοκομείο και την ίδια χρονολογία και μέρα με το παιδί της Ελένης που επίσης είναι κορίτσι.
Χρησιμοποίησα πρωτύτερα τον χαρακτηρισμό ‘φαινομενικά αστυνομικό’, γιατί το λογοτεχνικό έργο που σχολιάζεται, ενώ διαθέτει πολλά στοιχεία που μπορούν να το κατατάξουν στη συγκεκριμένη κατηγορία, εντούτοις δεν ανήκει σ’ αυτή. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτό το μυθιστόρημα της Χρύσας Δημουλίδου ανήκει περισσότερο στην κατηγορία βιβλίων κοινωνικού προβληματισμού παρά σ’ εκείνη της αστυνομικής λογοτεχνίας. Υποστηρίζω κάτι τέτοιο επειδή εδώ θίγονται ζητήματα που σχετίζονται με κοινωνικά αδιέξοδα. Για παράδειγμα, τι είδους λύσεις μπορεί να αναζητήσει μια γυναίκα που ζει σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, προκειμένου να μην αντιμετωπίσει την κατακραυγή και την προκατάληψη των κατοίκων. Ή πώς μπορεί να επηρεάσουν την ψυχολογία ενός ατόμου προβλήματα που αντιμετωπίζει εξαιτίας κάποιας ιδιαιτερότητας. Επιπλέον, το γεγονός πως η ιστορία αρχίζει πολύ πριν την υπόθεση των δολοφονιών και τελειώνει πολύ μετά την εξιχνίασή τους, αποδεικνύει ότι η συγγραφέας μάλλον επιθυμεί να τονίσει περισσότερο την κοινωνική παρά την αστυνομική διάσταση της ιστορίας. Ωστόσο, εδώ πρέπει να επισημανθεί το εξής: το στοιχείο αστυνομικής δράσης που υπάρχει, είναι ιδιαίτερα έντονο αφού, τροφοδοτώντας κάθε τόσο τους αναγνώστες της με πληροφορίες γύρω από τη ζωή των υποψήφιων θυμάτων - αλλά ταυτόχρονα μη δίνοντας καμιά νύξη γι’ αυτά που πρόκειται να επακολουθήσουν -, με μεγάλη ομολογουμένως επιτυχία, η Δημουλίδου δημιουργεί μια ατμόσφαιρα μυστηρίου.

Π. Σκούρτης
20- 6 -2007

Λάλεζας - Γρίβα

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΛΑΛΕΖΑΣ –ΓΙΩΤΑ ΓΡΙΒΑ:
‘ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΓΛΕΝΤΙ’
ΕΝΑΣ ΔΙΣΚΟΣ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΚΡΑΧΤΗ
ΑΛΛΑ ΜΕ ΠΕΡΙΕΧΌΜΕΝΟ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ

Συνήθως, όταν σε δίσκους χρησιμοποιούνται ονομασίες όπως ‘Ελληνικό Γλέντι’, ‘Λαϊκό Ξεφάντωμα’, ‘Βόλτα στα Νησιά μας’ και τα παρόμοια, πρόκειται για τίτλους-κράχτες ενώ το περιεχόμενο συνήθως είναι αμφιβόλου ποιότητας. Εντούτοις, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο με μια σειρά μουσικών κομματιών που κυκλοφόρησε εδώ και αρκετό καιρό και η οποία φέρει ως τίτλο την πρώτη από τις ονομασίες που αναφέρθηκαν, επιγράφεται δηλαδή ‘Ελληνικό Γλέντι’. Βέβαια, κατά την προσωπική μου γνώμη, δεν θα έπρεπε ακόμα και σήμερα ‘ελληνικό’ να θεωρείται μόνο το δημοτικό τραγούδι, αλλά επίσης το αστικολαϊκό και κατ’ επέκταση το ρεμπέτικο. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία.
Να σημειωθεί ότι όσον αφορά τον προαναφερόμενο δίσκο, δεν περιλαμβάνει μια συλλογή τραγουδιών που συγκεντρώθηκαν σ’ αυτόν από άλλους δίσκους, αλλά είναι μία νεότερη ηχογράφησή γνωστών παλιών τραγουδιών. Αναφέρομαι σε μια σειρά από δημοτικά τραγούδια τα οποία αποδίδουν τραγουδιστικά ο αξιόλογος ερμηνευτής Παναγιώτης Λάλεζας και η επίσης πολλά υποσχόμενη – και μάλλον πρωτοεμφανιζόμενη – ομότεχνή του Γιώτα Γρίβα. Εδώ πρέπει να πω το εξής: πιστεύω πως οι δύο αυτοί καλλιτέχνες διαθέτουν μεγάλες ερμηνευτικές ικανότητες για να αποδώσουν επίσης αστικολαϊκό τραγούδι. Ο Λάλεζας μάλιστα το έχει ήδη αποδείξει.
Στον δίσκο ‘Ελληνικό Γλέντι’ περιλαμβάνονται κομμάτια σε ρυθμούς τσάμικου, συρτού και καλαματιανού. Πρέπει να τονιστεί εδώ ότι με το πρώτο άκουσμα δεν δημιουργείται στον ακροατή ακριβώς η αίσθηση που περιμένει. Αυτό όμως δε οφείλεται σε ανεπάρκεια των συντελεστών αλλά μάλλον στο εξής γεγονός: Ακριβώς επειδή τα κομμάτια είναι πολύ περισσότερα απ’ όσα συνήθως περιλαμβάνονται σ’ έναν δίσκο κανονικής διάρκειας – μιλάμε για δέκα εννέα τραγούδια – δεν μεσολαβεί αρκετά μεγάλο διάστημα μεταξύ τους.
Αλλά κάτι τέτοιο γρήγορα ξεχνιέται από τον τρόπο παιξίματος και ερμηνείας.
Αρκετό καιρό πριν κυκλοφορήσει η αναφερόμενη σειρά τραγουδιών, ο Παναγιώτης Λάλεζας είχε αναφερθεί σ’ αυτήν κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης που μεταδόθηκε από την ραδιοφωνική εκπομπή του Γιώργου Τσάμπρα. Εκεί λοιπόν αποκάλυψε πως ο βασικός σολίστας αυτής της δουλειάς, ο Πετρολουκάς Χαλκιάς, επρόκειτο να χρησιμοποιήσει ένα υψηλότονο κλαρίνο, το οποίο για πολύ καιρό δεν είχε παίξει. Αυτή η πληροφορία δεν δόθηκε μόνο για διαφημιστικούς λόγους. Ακούγοντας το δίσκο διαπιστώνει κανείς πόσο ιδιαίτερος είναι πραγματικά ο ήχος του συγκεκριμένου κλαρίνου. Λαϊκά έγχορδα παίζει ο Κώστας Πίτσος, ο οποίος έχει και στο παρελθόν αναλάβει την ενορχήστρωση τέτοιων δίσκων.

Π. Σκούρτης
Δεκέμβριος , '08

7 Δεκ 2008

Μίκης Θεοδωράκης - Κώστας Καρτελιάς

ΜΑΡΙΑ ΦΑΡΑΝΤΟΥΡΗ: «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
( ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ - ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΤΕΛΙΑ)

ΕΝΑΣ ΕΠΙΚΟΣ ΔΙΣΚΟΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ


Η Μαρία Φαραντούρη είναι γνωστό ότι για πολλά χρόνια θεωρείται η μούσα του Μίκη Θεοδωράκη. Να λοιπόν που αυτοί οι δύο καλλιτέχνες συνεργάστηκαν και πάλι σε δυο δίσκους που τελευταία ηχογράφησε ο συνθέτης. Οι τίτλοι τους είναι ΕΡΗΜΙΑ και ΟΔΥΣΣΕΙΑ αντίστοιχα.
Στον κύκλο τραγουδιών ΕΡΗΜΙΑ, η ερμηνεύτρια μοιράζεται τα κομμάτια με τον Μανόλη Μητσιά. Σ’ αυτόν τον δίσκο, εκτός από τα καινούργια κομμάτια, ο συνθέτης έχει συμπεριλάβει και κάποιες παλιότερες μελωδίες του, επενδυμένες τώρα με νέους στίχους. Αντιθέτως στον κύκλο τραγουδιών ΟΔΥΣΣΕΙΑ τα τραγούδια αποδίδει αποκλειστικά η Μαρία Φαραντούρη, εκτός από ένα, με τίτλο ‘Στον Κάτω Κόσμο’, το οποίο ερμηνεύει ο ίδιος ο συνθέτης. Στο δίσκο ΟΔΥΣΣΕΙΑ τα κομμάτια - τουλάχιστον δισκογραφικά - παρουσιάζονται όλα για πρώτη φορά. Και λέω ‘δισκογραφικά’, επειδή μια από τις δημιουργίες αυτού του κύκλου έχει ακουστεί ήδη ως «τραγούδι των τίτλων» στην τηλεοπτική σειρά «ΣΑΝ ΟΝΕΙΡΟ», σήριαλ που είχε μεταδοθεί από τον ΑΝΤΕΝΝΑ το περασμένο καλοκαίρι με πρωταγωνιστές τον Γιώργο Νινιό και την Αλεξάνδρα Σακκελλαροπούλου. Η αναφερόμενη σύνθεση επιγράφεται ‘Το Τραγούδι των Σειρήνων’.
Συγκρίνοντας γενικότερα τους δύο αναφερόμενους δίσκους, διαπιστώνουμε ότι στη σειρά τραγουδιών ΕΡΗΜΙΑ οι δημιουργίες έχουν περισσότερο λυρισμό απ’ ό,τι συμβαίνει στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ. Στον πρώτο δίσκο, τους στίχους σε όλα τα τραγούδια έχει γράψει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ενώ στον τελευταίο ο πρωτοεμφανιζόμενος - απ’ όσο γνωρίζω τουλάχιστον - στιχουργός Κώστας Καρτελιάς. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι από τους στίχους του Κώστα Καρτελιά ο συνθέτης εμπνέεται για να επιστρέψει στο οικείο επικό μουσικό ύφος του των παλαιότερων χρόνων. Όσον αφορά τον τίτλο, πιστεύω επίσης πως ο συγκεκριμένος δίσκος επιγράφεται ΟΔΥΣΣΕΙΑ για δύο λόγους: οι στίχοι όχι μόνο παραπέμπουν στον μύθο του Οδυσσέα, αλλά και περιγράφουν την ανάγκη του Ανθρώπου για αναζήτηση γενικότερα.
Κλείνοντας θα ήθελα να αναφέρω το εξής: το γεγονός ότι ο πρόσφατος κύκλος τραγουδιών του Μίκη Θοδωράκη με τίτλο ΟΔΥΣΣΕΙΑ κυκλοφορεί ακριβώς ένα χρόνο μετά τον προηγούμενο δίσκο του ΕΡΗΜΙΑ, είναι πολύ ενθαρρυντικό. Ας ελπίσουμε πως αυτό αποτελεί ένδειξη για το ότι καλλιτέχνες που αντιπροσωπεύουν σταθερές αξίες στο Ελληνικό Τραγούδι, αρχίζουν επιτέλους να δραστηριοποιούνται πολύ περισσότερο απ’ όσο συνέβαινε τα τελευταία χρόνια, με εξαίρεση ίσως τον Μίμη Πλέσσα.

Π. Σκούρτης
29 - 5 -2007

5 Δεκ 2008

Μίκης Θεοδωράκης - Λευτέρης Παπαδόπουλος

ΜΑΡΙΑ ΦΑΡΑΝΤΟΥΡΗ - ΜΑΝΟΛΗΣ ΜΗΤΣΙΑΣ: ΕΡΗΜΙΑ
ΝΕΑ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ - ΛΕΥΤΕΡΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Αρκετά χρόνια μετά τους κύκλους τραγουδιών ΑΣΙΚΙΚΟ ΠΟΥΛΑΚΗ* και ΣΕΡΕΝΑΤΕΣ, ο Μίκης Θεοδωράκης επανέρχεται με νέο δίσκο. Σ αυτό το μουσικό έργο που τιτλοφορείται ΕΡΗΜΙΑ, τα τραγούδια ερμηνεύουν ο Μανόλης Μητσιάς και η Μαρία Φαραντούρη. Όπως στον κύκλο τραγουδιών ΣΕΡΕΝΑΤΕΣ, έτσι κι εδώ οι στίχοι είναι του Λευτέρη Παπαδόπουλου.
Ο δίσκος περιλαμβάνει δώδεκα τραγούδια, ωστόσο ουσιαστικά τα εντελώς καινούργια είναι οχτώ. Στο μουσικό έργο ΕΡΗΜΙΑ εκτός από τα καινούργια τραγούδια που ερμηνεύει ο Μανόλης Μητσιάς, από τα υπόλοιπα αποδίδει τρία που έχουν βασιστεί σε παλιές μελωδίες επενδυμένες εδώ με νέους στίχους: «Στο Ζεϊμπέκικο Γρηγόρη», «Βάρδια» και «Το Γεράκι». Αυτές οι παλιές μελωδίες που πρωτοηχογραφήθηκαν όταν είχαν περιληφθεί στον κύκλο τραγουδιών ΑΣΙΚΙΚΟ ΠΟΥΛΑΚΗ, είχαν αρχικά στίχους του Μιχάλη Γκανά και ερμηνευτής των τραγουδιών ήταν ο Βασίλης Λέκκας. Όσο για το τέταρτο τραγούδι «Κι αν θα Γυρίσεις», είναι επίσης παλιό κομμάτι και βρίσκεται μεταξύ των τραγουδιών που στο δίσκο ΕΡΗΜΙΑ αποδίδει η Μαρία Φαραντούρη. Αυτό το είχε ερμηνεύσει για πρώτη φορά ο Σταμάτης Κόκοτας το 1985 στον δίσκο ΚΟΚΟΤΑΣ, ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ, ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ: ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ. Εκεί όμως ο τίτλος του ήταν «Κι αν θα μου Φύγεις»
Παρότι εδώ και κάποια χρόνια οι στίχοι του Λευτέρη Παπαδόπουλου έχουν χάσει αρκετή από τη δυναμική τους, στον δίσκο ΕΡΗΜΙΑ ο στιχουργός ξαναβρίσκει τις παλιές καλές του στιγμές.
Στον αναφερόμενο δίσκο την ενορχήστρωση ανέλαβε ο Σταύρος Ξαρχάκος. Η ηχογράφηση έγινε με τη συμβολή της ΚΟΕΜ, (Κρατική Ορχήστρα Ελληνικής Μουσικής), μουσικό σύνολο το οποίον, ως γνωστόν, ίδρυσε και διευθύνει ο ίδιος ο Ξαρχάκος.

Π. Σκούρτης
2006


*Σημ.: Η λέξη ‘πουλάκη’ όπως αναγράφεται στον τίτλο του δίσκου δεν είναι ορθογραφικό λάθος. Απλώς η γραφή αυτή παραπέμπει στο πατρικό όνομα της μητέρας του Μίκη Θεοδωράκη.

Λάλεζας Παναγιώτης

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΛΑΛΕΖΑΣ

ΕΝΑΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ ΤΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ ΜΕ ΑΞΙΟΣΗΜΕΙΩΤΕΣ ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΥ ΛΑΪΚΟΥ

Πρέπει να ομολογήσω ότι και τα δυο είδη Παραδοσιακού Λαϊκού Τραγουδιού, τόσο το Δημοτικό όσο και το Ρεμπέτικο, μου δημιουργούν συγκινησιακή φόρτιση. Όμως σε αντίθεση με το Ρεμπέτικο, στην περίπτωση του οποίου η συγκίνηση προκαλείται από αισθήματα χαράς και μια διάθεση κεφιού, το Δημοτικό - τουλάχιστον μέχρι σήμερα - μου προξενούσε συναισθήματα κατάθλιψης και στενοχώριας. Και λέω ‘μέχρι σήμερα’ γιατί. σε σχέση με το είδος τραγουδιού που μόλις ανέφερα, αυτά ίσχυαν μέχρι τη στιγμή που άκουσα τον τραγουδιστή Παναγιώτη Λάλεζα.
Τριάντα πέντε χρόνων σήμερα και γεννημένος στην Αρχαία Κόρινθο, ο Λάλεζας όχι μόνο τραγουδάει αλλά και ηχογραφεί από την ηλικία των εννέα ετών. Αυτές τις ηχογραφήσεις - που όχι μονον υπάρχουν αλλά και κυκλοφορούν ακόμα - είχα την ευκαιρία να ακούσω από την εκπομπή του Γιώργου Τσάμπρα, με καλεσμένο τον αναφερόμενο καλλιτέχνη, την Παρασκευή 2 Μαΐου ‘08. Ακούγοντας τες λοιπόν διαπιστώνει κανείς το εξής: Παρότι εκείνη την εποχή η φωνή του ερμηνευτή ήταν τελείως παιδική – και μάλιστα στο πρώτο άκουσμα θα ’λεγα σχεδόν κοριτσίστικη - διέθετε από τότε μια σπάνια γλυκύτητα. Αυτή η γλυκύτητα είναι ένα στοιχείο που, κατά την προσωπική μου πάντα γνώμη, θα πρέπει να διακρίνεται στην ερμηνεία τραγουδιστών που υπηρετούν το μουσικό είδος που εδώ σχολιάζεται.
Όχι τυχαία, αυτόν τον συγκεκριμένο καλλιτέχνη που υπήρξε παιδί-θαύμα, το είχαν αποκαλέσει «αηδόνι του Μοριά». Μάλιστα έχω την αίσθηση πως το επίθετο ‘Λάλεζας’, πιθανόν να μην είναι το πραγματικό επώνυμο του καλλιτέχνη, αλλά παρατσούκλι που προέρχεται από την ιδιότητα που απέδιδαν στη φωνή του όταν ήταν ακόμα παιδί.
Εδώ πρέπει να πούμε ότι οι επιδόσεις του Παναγιώτη Λάλεζα δεν περιορίζονται στο Δημοτικό τραγούδι. Είναι εξίσου αξιοσημείωτες και στο Ρεμπέτικο, τόσο στο Σμυρναίικο όσο και στο Πειραιώτικο. Κάτι τέτοιο αναδεικνύεται μέσα από τον τρόπο που αποδίδει ένα ζεϊμπέκικο του Γιάννη Λεμπέση. Στο δίσκο αυτού του συνθέτη ΚΑΡΔΙΟΦΤΕΡΟΥΓΙΣΜΑΤΑ, υπάρχει μια νεότερη ερμηνεία ενός τραγουδιού που παλιότερα είχε ερμηνεύσει ο ίδιος ο συνθέτης και εδώ ερμηνεύεται από τον Παναγιώτη Λάλεζα. Πρόκειται για το κομμάτι ‘Απέναντι στο Μιναρέ’.
Ο Παναγιώτης λοιπόν μας γυρίζει στην εποχή όπου οι καλλιτέχνες που ερμήνευαν Λαϊκό Τραγούδι - το Δημοτικό ανήκει κι αυτό στα είδη Λαϊκού Τραγουδιού, απλώς σε αντίθεση με το Ρεμπέτικο που είναι της πόλης, τούτο είναι της υπαίθρου - δεν απέδιδαν μόνο κομμάτια από το κύριο ρεπερτόριό τους μα και από άλλα συναφή μουσικά είδη. Είναι γνωστό για παράδειγμα πως ο κορυφαίος ερμηνευτής του Σμυρναίικου Ρεμπέτικου Κώστας Ρούκουνας, εκτός από τα Σμυραίικα, ηχογράφησε και αναρίθμητα Δημοτικά τραγούδια. Όμως το ίδιο ισχύει και για εκπροσώπους του τραγουδιού στο Πειραιώτικο Ρεμπέτικο, όπως ήταν ο Στελλάκης και αργότερα ο γιος του, ο δημοφιλής τραγουδιστής Βαγγέλης Περπινιάδης.
Σ’ αυτό το σημείο είναι ανάγκη ν’ αναφέρω παρενθετικά το ακόλουθο: παρότι τα πιο πολλά τραγούδια που ερμήνευσε ο Στελλάκης ήσαν Σμυρναίικου ύφους, προσωπικά τον κατατάσσω στους ερμηνευτές του Πειραιώτικου Ρεμπέτικου. Και τούτο, επειδή πιστεύω πως με τη φωνή του υπήρξε προπομπός για το είδος του Ρεμπέτικου που έμελε να διαδεχτεί το Σμυρναίικο. Επίσης, ο πασίγνωστος στους λάτρεις του Δημοτικού Τραγουδιού ερμηνευτής Γιώργος Παπασιδέρης, ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ηχογραφώντας αμανέδες.
Από τις γυναίκες, οι καλλιτέχνιδες που ανέπτυξαν ανάλογη δραστηριότητα με τον Στελλάκη και τον Ρούκουνα – σε σχέση με τις εναλλαγές Δημοτικού- Ρεμπέτικου στο ρεπερτόριο τους – θεωρώ ότι ήσαν οι τραγουδίστριες Ρόζα Εσκενάζη και Ρίτα Αμπατζή.

Π. Σκούρτης
6 -5 -2008