ΟΙ ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΣΧΟΛΕΣ ΤΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ ΚΑΙ Η ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΔΕΞΙΟΤΕΧΝΙΑΣ ΣΤΟ ΠΑΙΞΙΜΟ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ
Στις 8 Φεβρουαρίου του 2013 συμπληρώθηκαν σαράντα χρόνια από τον θάνατο του Μάρκου Βαμβακάρη. Καθώς όμως αλλάζουν οι καιροί, η δυνατότητα επαφής της νέας γενιάς με τις κουλτούρες παλαιότερων εποχών όλο και περισσότερο δυσκολεύει. Ως αποτέλεσμα αυτού του φαινομένου, και στην περίπτωση του Μάρκου συνέβη αυτό ακριβώς που συμβαίνει με κάθε προσωπικότητα σε οποιονδήποτε πολιτισμικό χώρο. Έτσι προέκυψε κάτι παράδοξο. Παράλληλα με την αναγνώριση του έργου του, παρατηρείται και μια αμφισβήτηση όσον αφορά τη συμβολή της προσφοράς του στο μουσικό είδος το οποίο υπηρέτησε. Πιστεύω ότι ήρθε πλέον ο καιρός να ξεκαθαριστούν κάποια πράγματα.
Ο Μάρκος υπήρξε ο πρώτος καλλιτέχνης του Ρεμπέτικου που έκανε δίσκο με μπουζούκι στην Ελλάδα. Αναφερόμαστε ιδιαίτερα στην Ελλάδα γιατί είχε προηγηθεί ηχογράφηση ανάλογου δίσκου στην Αμερική, που περιελάμβανε το κομμάτι ‘Το Μινόρε του Τεκέ’, με δημιουργό αλλά και σολίστα τον μπουζουξή Γιάννη Χαλκιά ή Jack Gregory. Ωστόσο, ανεξάρτητα από τη γενική αντίληψη που επικρατεί, η ηχογράφηση στην Ελλάδα με τον Μάρκο δεν είναι ο κύριος λόγος που κατά πολλούς ο Βαμβακάρης χαρακτηρίστηκε ως ο πατέρας του Ρεμπέτικου. Έτσι κι αλλιώς λέγεται ότι αυτός που πρώτος ηχογράφησε κομμάτια με μπουζουκοειδές όργανο - και συγκεκριμένα με μπαγλαμά - ήταν ο Γιώργος Μπάτης. Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση: ο δίσκος του Μάρκου έτυχε να κυκλοφορήσει πριν από εκείνον του Μπάτη.
Ανεξάρτητα από το ποιος από τους δυο, ο Βαμβακάρης ή ο Μπάτης, ‘έγραψε’ πρώτος δίσκο με μπουζούκι, ο Μάρκος ήταν εκείνος ο οποίος καθιέρωσε τόσο το ύφος ερμηνείας όσο και τον τρόπο παιξίματος στα κομμάτια που ανήκουν στην Πειραιώτικη Σχολή του Ρεμπέτικου. Να σημειωθεί πως όταν λέμε Πειραιώτικη Σχολή, εννοούμε το μουσικό ρεύμα όπου περιλαμβάνονται τα τραγούδια με κύριο όργανο το μπουζούκι. Με την ευκαιρία αυτή να πούμε ότι ο όρος ‘Πειραιώτικη Σχολή’ χρησιμοποιείται για να διαχωριστεί το συγκεκριμένο είδος Ρεμπέτικου από το Σμυρναίικο που επικρατούσε πριν και στο οποίο κυριαρχούσαν όργανα που έχουν πρωτεύοντα ρόλο και στη δημοτική μας μουσική, όπως είναι το βιολί, το σαντούρι ή το ούτι. Πιο γνωστός εκπρόσωπος της Σμυρναίικης Σχολής υπήρξε ο συνθέτης Παναγιώτης Τούντας.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στα όσα λέγαμε για την προσφορά του Μάρκου στο μουσικό είδος που υπηρετούσε. Όπως προείπαμε, υπάρχει στις μέρες μας το παράδοξο φαινόμενο αναγνώρισης και ταυτόχρονα αμφισβήτησης όσον αφορά τη σπουδαιότητα αυτής της προσφοράς. Γι’ αυτό, ακόμα και από θαυμαστές του, ακούμε να εκφράζονται απόψεις όπως, π.χ. ότι ο Μάρκος ναι μεν ήταν αξιόλογος, αλλά δεν υπήρξε δεξιοτέχνης. Σίγουρα στη λέξη ‘δεξιοτεχνία’ ο καθένας μπορεί να δώσει το δικό του νόημα. Στις μέρες μας βέβαια με τον όρο ‘δεξιοτεχνία’ συνήθως εννοούμε την τεχνική του γρήγορου και επιδεικτικού παιξίματος με την οποία αργότερα αναδείχτηκαν σολίστες όπως ο Γιάννης Σταματίου ή Σπόρος, ο Δημήτρης Στεργίου ή Μπέμπης και ο κορυφαίος σ’ αυτό το είδος παιξίματος Μανόλης Χιώτης. Υπό αυτήν την έννοια ο Μάρκος πράγματι δεν υπήρξε δεξιοτέχνης. Αν όμως θεωρήσουμε τη δεξιοτεχνία ως κάτι ευρύτερο από την τεχνική που αναφέρουμε παραπάνω, τότε θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι, εκτός από τα τόσα άλλα μας πρόσφερε με την τέχνη του εν λόγω δημιουργός, με την μοναδική μαστοριά του στο όργανο που έπαιζε, κατόρθωνε να συγκινεί το ακροατήριό του και ν’ αγγίζει τις καρδιές. Αν η δύναμη του καλλιτέχνη να συγκινεί το κοινό του δεν είναι γνώρισμα ικανό για να θεωρηθεί κάποιος δεξιοτέχνης, τότε νομίζω ότι αυτή η λέξη χάνει μεγάλο μέρος του νοήματός της.
Κλείνοντας και εις επίρρωση των όσων ανέφερα προηγουμένως, θα παρότρυνα κάθε ενδιαφερόμενο να ακούσει , από τους αυθεντικούς δίσκους του Μάρκου, οργανικά κομμάτια όπως τα ‘Ταξίμ Ζεϊμπέκικο’, ‘Ταξίμ Σερίφ’ και ‘Αράπ’. Επίσης αξίζει να προσέξει τον τρόπο με τον οποίο ο Γενάρχης του Πειραιώτικου Ρεμπέτικου παίζει κάποια ταξίμια ως εισαγωγές σε διάφορα τραγούδια του. Αριστοτεχνικό δείγμα της τελευταίας περίπτωσης αποτελεί η εισαγωγή στο τραγούδι ‘Σκύλα μ’ έκανες και λιώνω’.