21 Φεβ 2013

ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ

ΟΙ ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΣΧΟΛΕΣ ΤΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ ΚΑΙ Η ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΔΕΞΙΟΤΕΧΝΙΑΣ ΣΤΟ ΠΑΙΞΙΜΟ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ

Στις 8 Φεβρουαρίου του 2013 συμπληρώθηκαν σαράντα χρόνια από τον θάνατο του Μάρκου Βαμβακάρη. Καθώς όμως αλλάζουν οι καιροί, η δυνατότητα επαφής της νέας γενιάς με τις κουλτούρες παλαιότερων εποχών όλο και περισσότερο δυσκολεύει. Ως αποτέλεσμα αυτού του φαινομένου, και στην περίπτωση του Μάρκου συνέβη αυτό ακριβώς που  συμβαίνει με κάθε προσωπικότητα σε οποιονδήποτε πολιτισμικό χώρο. Έτσι προέκυψε κάτι παράδοξο. Παράλληλα με την αναγνώριση του έργου του, παρατηρείται και μια αμφισβήτηση όσον αφορά τη συμβολή της προσφοράς του στο μουσικό είδος το οποίο υπηρέτησε. Πιστεύω ότι ήρθε πλέον ο καιρός να ξεκαθαριστούν κάποια πράγματα.
Ο Μάρκος υπήρξε ο πρώτος καλλιτέχνης του Ρεμπέτικου που έκανε δίσκο με μπουζούκι στην Ελλάδα. Αναφερόμαστε ιδιαίτερα στην Ελλάδα γιατί είχε προηγηθεί ηχογράφηση ανάλογου δίσκου στην Αμερική, που περιελάμβανε το κομμάτι ‘Το Μινόρε του Τεκέ’, με δημιουργό αλλά και σολίστα τον μπουζουξή Γιάννη Χαλκιά ή Jack Gregory. Ωστόσο, ανεξάρτητα από τη γενική αντίληψη που επικρατεί, η ηχογράφηση στην Ελλάδα με τον Μάρκο δεν είναι ο κύριος λόγος που κατά πολλούς ο Βαμβακάρης χαρακτηρίστηκε ως ο πατέρας του Ρεμπέτικου. Έτσι κι αλλιώς λέγεται ότι αυτός που πρώτος ηχογράφησε κομμάτια με μπουζουκοειδές όργανο - και συγκεκριμένα με μπαγλαμά - ήταν ο Γιώργος Μπάτης. Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση: ο δίσκος του Μάρκου έτυχε να κυκλοφορήσει πριν από εκείνον του Μπάτη.
Ανεξάρτητα από το ποιος από τους δυο, ο Βαμβακάρης ή ο Μπάτης, ‘έγραψε’ πρώτος δίσκο με μπουζούκι, ο Μάρκος ήταν εκείνος ο οποίος καθιέρωσε τόσο το ύφος ερμηνείας όσο και τον τρόπο παιξίματος στα κομμάτια που ανήκουν στην Πειραιώτικη Σχολή του Ρεμπέτικου. Να σημειωθεί πως όταν λέμε Πειραιώτικη Σχολή, εννοούμε το μουσικό ρεύμα όπου περιλαμβάνονται τα τραγούδια με κύριο όργανο το μπουζούκι. Με την ευκαιρία αυτή να πούμε ότι ο όρος ‘Πειραιώτικη Σχολή’ χρησιμοποιείται για να διαχωριστεί το συγκεκριμένο είδος Ρεμπέτικου από το Σμυρναίικο που επικρατούσε πριν και στο οποίο κυριαρχούσαν όργανα που έχουν πρωτεύοντα ρόλο και στη δημοτική μας μουσική, όπως είναι το βιολί, το σαντούρι ή το ούτι. Πιο γνωστός εκπρόσωπος της Σμυρναίικης Σχολής υπήρξε ο συνθέτης Παναγιώτης Τούντας.

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στα όσα λέγαμε για την προσφορά του Μάρκου στο μουσικό είδος που υπηρετούσε. Όπως προείπαμε, υπάρχει στις μέρες μας το παράδοξο φαινόμενο αναγνώρισης και ταυτόχρονα αμφισβήτησης όσον αφορά τη σπουδαιότητα αυτής της προσφοράς. Γι’ αυτό, ακόμα και από θαυμαστές του, ακούμε να εκφράζονται απόψεις όπως, π.χ. ότι ο Μάρκος ναι μεν ήταν αξιόλογος, αλλά δεν υπήρξε δεξιοτέχνης. Σίγουρα στη λέξη ‘δεξιοτεχνία’ ο καθένας μπορεί να δώσει το δικό του νόημα. Στις μέρες μας βέβαια με τον όρο ‘δεξιοτεχνία’ συνήθως εννοούμε την τεχνική του γρήγορου και επιδεικτικού παιξίματος με την οποία αργότερα αναδείχτηκαν σολίστες όπως ο Γιάννης Σταματίου ή Σπόρος, ο Δημήτρης Στεργίου ή Μπέμπης και ο κορυφαίος σ’ αυτό το είδος παιξίματος Μανόλης Χιώτης. Υπό αυτήν την έννοια ο Μάρκος πράγματι δεν υπήρξε δεξιοτέχνης. Αν όμως θεωρήσουμε τη δεξιοτεχνία ως κάτι ευρύτερο από την τεχνική που αναφέρουμε παραπάνω, τότε θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι, εκτός από τα τόσα άλλα μας πρόσφερε με την τέχνη του εν λόγω δημιουργός, με την μοναδική μαστοριά του στο όργανο που έπαιζε, κατόρθωνε να συγκινεί το ακροατήριό του και ν’ αγγίζει τις καρδιές. Αν η δύναμη του καλλιτέχνη να συγκινεί το κοινό του δεν είναι γνώρισμα ικανό για να θεωρηθεί κάποιος δεξιοτέχνης, τότε νομίζω ότι αυτή η λέξη χάνει μεγάλο μέρος του νοήματός της.

Κλείνοντας και εις επίρρωση των όσων ανέφερα προηγουμένως, θα παρότρυνα κάθε ενδιαφερόμενο να ακούσει , από τους αυθεντικούς δίσκους του Μάρκου, οργανικά κομμάτια όπως τα ‘Ταξίμ Ζεϊμπέκικο’, ‘Ταξίμ Σερίφ’ και ‘Αράπ’. Επίσης αξίζει να προσέξει τον τρόπο με τον οποίο ο Γενάρχης του Πειραιώτικου Ρεμπέτικου παίζει κάποια ταξίμια ως εισαγωγές σε διάφορα τραγούδια του. Αριστοτεχνικό δείγμα της τελευταίας περίπτωσης αποτελεί η εισαγωγή στο τραγούδι ‘Σκύλα μ’ έκανες και λιώνω’.

1 Φεβ 2013

ΧΑΣΙΚΛΙΔΙΚΑ ΚΑΙ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ


Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΜΠΕΣΗΣ, Ο ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΑΝΔΡΕΑΤΟΣ  
ΚΑΙ ΤΑ ΧΑΣΙΚΛΙΔΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

Στα πλαίσια του Ραδιοφωνικού Προγράμματος ‘Εβδομάδες Ελλήνων Δημιουργών’, στην εκπομπή της 24ης Ιανουαρίου, ο Γιώργος Τσάμπρας παρουσίασε τον συνθέτη λαϊκών τραγουδιών Γιάννη Λεμπέση. Ο συνθέτης έκανε μια αναδρομή της μέχρι τώρα παρουσίας του στο χώρο της Λαϊκής Μουσικής και επίσης ακούστηκαν τραγούδια από τον καινούργιο του δίσκο ΤΑ ΙΔΙΑ ΚΑΙ ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ. Τα τραγούδια που μεταδόθηκαν ερμήνευσαν οι Παναγιώτης Λάλεζας, Μαρία Κατινάρη, Φάνης Ζαπατίνας, Μαριάνθη Νουδάκη, ο ίδιος ο συνθέτης καθώς και ο Γεράσιμος Ανδρεάτος. Κάποια στιγμή, ο τελευταίος εξέφρασε μια πολύ ξεκάθαρη άποψη όσον αφορά τις δημιουργίες των Γιάννη Λεμπέση και Βαγγέλη Κορακάκη. Είπε πως τα τραγούδια των συγκεκριμένων δημιουργών του αρέσουν για πολλούς λόγους μεταξύ των οποίων και για το ότι δεν είναι χασικλίδικα.

Ο Ανδρεάτος υποστήριξε πως, σήμερα, οι θαμώνες των λαϊκών κέντρων δεν θα πρέπει να ζητάνε χασικλίδικα τραγούδια επειδή τα ακούνε νέα παιδιά και διαφθείρονται. Κατά τη γνώμη μου το συγκεκριμένο επιχείρημα δεν ευσταθεί. Θεωρώ μάλιστα ότι αυτό το καινούργιο ‘μένος’ εναντίον των χασικλίδικων θυμίζει την αντικομουνιστική μανία. Εκείνος που θα ζητήσει ν’ ακούσει ή και να χορέψει κάποιο χασικλίδικο τραγούδι, πιστεύω ότι δεν επιδιώκει οπωσδήποτε να κάνει τον ‘μάγκα’ - κάτι που πολύ απαξιωτικά τόνισε ο εν λόγω ερμηνευτής -, ούτε ότι είναι ή επιθυμεί να γίνει χασικλής. Όπως συμβαίνει με όλα τα είδη τραγουδιών και όχι μόνο με τα Ρεμπέτικα, κι ένα χασικλίδικο μπορεί να αρέσει όχι απαραιτήτως για τον ‘επίμαχο’ στίχο, αλλά για το ρυθμό, τη μελωδία, το ιδιαίτερο ηχόχρωμα που μπορεί να έχει το παίξιμο, την εκφραστικότητα στην ερμηνεία και άλλα.

Οι απόψεις που διατυπώθηκαν εναντίον των χασικλίδικων στην εν λόγω εκπομπή όπως και άλλες παρόμοιες, μάλλον δείχνουν ότι τελευταία παρατηρείται και πάλι μια απόπειρα ώστε αυτά τα τραγούδια να διαγραφούν άπαξ διά παντός από το πεδίο του Ρεμπέτικου και να μην αναγνωρίζονται ως δείγματα γραφής μιας συγκεκριμένης περιόδου στην ιστορία αυτού του μουσικού είδους. Το γεγονός αυτό είναι απορίας άξιον. Δηλαδή, σύμφωνα με τη λογική που θέλει να διαγράψει το χασικλίδικο, μήπως θα έπρεπε να καταδικάσουμε και να απαξιώσουμε τα πρώτα αμερικάνικα Blues; Κάτι τέτοιο δεν έχει μέχρι τώρα συμβεί. Όμως κι αυτά τα τραγούδια δημιουργήθηκαν από άτομα που ζούσαν υπό συνθήκες ανάλογες μ’ εκείνες που βίωναν οι χασικλήδες στην Ελλάδα, από τους Νέγρους που δούλευαν σκλάβοι στις φυτείες του Αμερικάνικου Νότου. Και αναρωτιέται κανείς: γιατί δεν αποφασίζουμε επιτέλους να τηρήσουμε απέναντι στα ελληνικά χασικλίδικα μια στάση ανάλογη με αυτή που έχουν τηρήσει σε Ευρώπη και Αμερική όσον αφορά τη σύνδεση των πρώιμων blues με παρόμοια είδη Λαϊκής Μουσικής όπως jazz, country, rock και άλλα;

Κλείνοντας όμως ας επανέλθουμε στο θέμα που ανακίνησε ο κατά τα άλλα συμπαθέστατος και αξιολογότατος ερμηνευτής κύριος Ανδρεάτος. ΄Οσον αφορά τον κίνδυνο που μπορεί να διατρέχουν οι νέοι ακούγοντας χασικλίδικα, θα ήθελα να επισημάνω ότι, μέχρι τώρα τουλάχιστον, δεν έτυχε ν’ ακούσω ή να υποπέσει στην αντίληψή μου περίπτωση ατόμου που του γεννήθηκε η επιθυμία να μυηθεί στα ναρκωτικά ‘κατόπιν ακρόασης ελληνικού χασικλίδικου άσματος’. Μάλιστα, θα έλεγα ότι συνήθως στους χρήστες αρέσουν μουσικές με πιο σκληρό και έντονο ήχο από εκείνον που έχουν τα ρεμπέτικα, όπως οι heavy metal, rave, psychedelia και άλλες, χωρίς αυτό να θεωρηθεί προσπάθεια από μέρος μου να ‘στιγματίσω’ τα συγκεκριμένα είδη μουσικής. Ας μην ξεχνάμε ότι, όπως πάντα, έτσι και στις μέρες μας δεν έχουν λείψει οι αιτίες και αφορμές που μπορεί να επικαλεστεί κανείς προκειμένου να αιτιολογήσει τον εθισμό του σε ψυχοτρόπες ουσίες.