17 Μαρ 2009

ΤΑΣΟΣ ΚΟΥΤΣΟΘΑΝΑΣΗΣ


ΤΑΣΟΣ ΚΟΥΤΣΟΘΑΝΑΣΗΣ
‘ΟΙ ΧΡΥΣΕΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ’

ΕΝΑ ΔΙΤΟΜΟ ΒΙΒΛΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ - ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ - ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ

Στο καλλιτεχνικό ρεπορτάζ ο πιο γνωστός δημοσιογράφος μετά τον αλησμόνητο Πάνο Γεραμάνη πρέπει να είναι ο Τάσος Κουτσoθανάσης. Οι αναρίθμητες συνεντεύξεις που έχει πάρει από εκπροσώπους του συγκεκριμένου χώρου, συγκεντρώθηκαν τώρα σ’ ένα δίτομο βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «ΔΡΟΜΩΝ.»
Το βιβλίο επιγράφεται «ΟΙ ΧΡΥΣΕΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ». Ωστόσο η δραστηριότητα κάποιων από τους καλλιτέχνες τα πορτραίτα των οποίων παρουσιάζονται μέσα απ’ αυτές τις συνεντεύξεις, δεν περιορίστηκε αποκλειστικά στη μουσική ή στο τραγούδι. Εδώ βρίσκουμε και πορτραίτα εκπροσώπων του θεάτρου ή του κινηματογράφου. Ίσως όμως ο τίτλος να παραπέμπει στο εξής γεγονός: πολλοί από τους συνεντευξιαζόμενους, ακόμα και ορισμένοι που δεν είχαν ως βασική ενασχόλησή τους τη μουσική και το τραγούδι, ασχολήθηκαν κάποια στιγμή στη σταδιοδρομία τους και με τους δυο αυτούς τομείς. Συχνά βέβαια συνέβη και το αντίστροφο, δηλαδή υπήρξαν καλλιτέχνες του τραγουδιού που για μια περίοδο ασχολήθηκαν με το θέατρο και τον κινηματογράφο. Κλασικό παράδειγμα της πρώτης περίπτωσης υπήρξαν η αλησμόνητη Ρένα Βλαχοπούλου και οι ομότεχνές της αδελφές Καλουτά, Άννα και Μαρία, ενώ στη δεύτερη κατηγορία μπορούμε να κατατάξουμε, μεταξύ άλλων, τον Νίκο Ξανθόπουλο όπως επίσης τον Τόλη Βοσκόπουλο και τη Δούκισσα. Οι δυο τελευταίοι μάλιστα σε αρκετές ταινίες έχουν εμφανιστεί μαζί.
Στο περιεχόμενο αυτού του βιβλίου υπάρχουν μερικές συνεντεύξεις που πάρθηκαν κατά την περίοδο 1980-2000, αλλά οι περισσότερες αντιπροσωπεύουν την περίοδο του ’60 και του ’70. Αυτή τη δεκαετία τα πορτραίτα των περισσότερων εκπροσώπων του καλλιτεχνικού χώρου παρουσιάζονταν μέσα από λαϊκά έντυπα που προορίζονταν κυρίως για τον απλό κόσμο. Τέτοια ήσαν τα περιοδικά ‘Ντομινό’ και ‘ΠΡΩΤΟ’. Ο Τάσος Κουτσοθανάσης λοιπόν είχε τότε συνεργαστεί με τέτοιου είδους περιοδικά και το υλικό αυτής της έκδοσης προέρχεται κυρίως από τη συνεργασία του με τα δύο έντυπα που μόλις αναφέραμε.
Εδώ, πρέπει να πούμε πως ο δημοσιογράφος αντιμετωπίζει όλους τους καλλιτέχνες με διακριτικότητα, σε αντίθεση με ό,τι κάνουν πολλοί που ασκούν το ίδιο επάγγελμα σήμερα. Παρόλ’ αυτά υπάρχει ένα στοιχείο που αξίζει να επισημανθεί. Αυτό αφορά τη στάση των συνεντευξιαζόμενων και κυρίως τις δικές τους προθέσεις σε σχέση με την επιθυμία τους να δημοσιοποιήσουν ή όχι λεπτομέρειες από την ιδιωτική τους ζωή. Ενδεικτικό παράδειγμα ανάλογης συμπεριφοράς από την πλευρά του καλλιτέχνη διαφαίνεται στη σύγκριση μεταξύ των δύο συνεντεύξεων που δίνει η Άννα Βίσση.
Δεν γνωρίζω αν οι νεότεροι αναγνώστες μπορεί να ενδιαφερθούν για ένα τέτοιο βιβλίο. Άλλωστε σήμερα υπάρχουν τα ιδιωτικά κανάλια που μας βομβαρδίζουν με πληθώρα πληροφοριών ανάλογου περιεχομένου και μάλιστα με περισσότερες σκανδαλιστικές λεπτομέρειες, κάτι που δεν ήταν ούτε εφικτό ούτε θεμιτό κατά την εποχή στην οποία αναφέρεται το βιβλίο του Κουτσοθανάση. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η τηλεόραση πρωτοεμφανίστηκε στην Ελλάδα το 1966 και τα ιδιωτικά κανάλια - εστίες κοινωνικού κουτσομπολιού -, πολύ αργότερα. Αξίζει όμως να διαβάσουν και οι νεώτεροι αυτό το βιβλίο για να πληροφορηθούν για τη διαφορά προσέγγισης δημοσιογράφου-συνεντευξιαζόμενου από τα έντυπα εκείνης της εποχής σε σχέση με τη σημερινή. Δεδομένου ότι η τηλεοπτική εικόνα σήμερα έχει αποκτήσει μια ξεχωριστή δύναμη, ο δημοσιογράφος δεν αφήνει περιθώρια στον συνεντευξιαζόμενο να παρουσιάσει τον εαυτό του όπως αυτός θα ήθελε. Επιπλέον, με τον καταιγισμό εικόνων και πληροφοριών ούτε ο θεατής μπορεί να σχηματίσει προσωπική γνώμη και έτσι ο δημοσιογράφος προβάλλει και επιβάλλει τη δική του άποψη.
Πάντως, όσον αφορά τους αναγνώστες μεγαλύτερης ηλικίας, έχω τη γνώμη ότι υπάρχουν δύο λόγοι για ν’ αγοράσουν αυτό το βιβλίο. Ο πρώτος είναι φυσικά η επιθυμία γι’ αναπόληση. Όσο για τον δεύτερο, υπάρχουν σίγουρα κάποιοι που ενώ βίωσαν την εποχή ’60 – ’70, δεν είχαν επαφή με τα περιοδικά όπου δημοσιευόταν το συγκεκριμένο υλικό. Τούτο ίσως συνέβαινε είτε γιατί εκείνη την περίοδο οι ίδιοι δεν ενδιαφέρονταν για την ενημέρωσή τους από ανάλογα περιοδικά, είτε επειδή η ανάγνωση αυτών των εντύπων ήταν ανεπίτρεπτη στο οικογενειακό τους περιβάλλον. Σ’ αυτούς, αν ακόμα εξακολουθούν να ενδιαφέρονται για όσα τότε ‘στερήθηκαν’, το βιβλίο αυτό προσφέρει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να βγάλουν τα απωθημένα τους!
Κλείνοντας θα ήθελα να εκφράσω τη γνώμη μου σχετικά με τα βιβλία που συνήθως χαρακτηρίζονται ‘ιστορικά’. Θεωρώ ότι αυτός ο χαρακτηρισμός μπορεί να χρησιμοποιηθεί όχι μόνο για βιβλία που το περιεχόμενό τους αναφέρεται σε εθνικά θέματα και γεγονότα, αλλά και γι’ αυτά στα οποία το υλικό που καταγράφεται, γενικότερα αντικατοπτρίζει συνήθειες και πρόσωπα παρελθόντων εποχών. Κατ’ αυτή την έννοια μπορεί να θεωρηθούν ιστορικά και βιβλία όπως αυτό του Τάσου Κουτσοθανάση .

Π. Σκούρτης
29 -5 -2008

12 Μαρ 2009

ΝΙΚΟΣ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ


ΝΙΚΟΣ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΕΛΙΚΑ ΥΠΗΡΞΕ ΚΑΙ ΤΑ ΔΥΟ, ΤΟΣΟ ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΟΣΟ ΚΑΙ ΛΑΪΚΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ

Ο Νίκος Ξανθόπουλος είναι μια ιδιότυπη περίπτωση καλλιτέχνη. Στο βιβλίο της για τον Ελληνικό Κινηματογράφο, η Κατερίνα Σαιν Μαρταίν αναφέρει ότι ο σκηνοθέτης Απόστολος Τεγόπουλος βρήκε στο πρόσωπο του λαϊκού τραγουδιστή Νίκου Ξανθόπουλου τον ιδανικό πρωταγωνιστή για τις ταινίες του. Παρόλ’ αυτά ο Ξανθόπουλος υπήρξε πρωτίστως ηθοποιός. Βλέποντας βέβαια τις δραματικές ταινίες του εμπορικού λαϊκού κινηματογράφου που γυρίζονταν τη δεκαετία του ’60 και στις οποίες πρωταγωνιστούσε, είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι αυτός ο ίδιος άνθρωπος είχε μεταξύ άλλων μια συμμετοχή στο μουσικοθεατρικό δρώμενο «ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ». Όμως κάτι τέτοιο αποτελεί πραγματικότητα. Επρόκειτο για μια παράσταση αξιώσεων με μουσική και τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη. Το μουσικό μέρος αυτής της παράστασης αποτέλεσε αργότερα το υλικό μιας δισκογραφικής δουλειάς του συνθέτη, με τον ίδιο τίτλο, αλλά με ορισμένες αλλαγές στους βασικούς συντελεστές.
Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να επισημάνω πως παρά τα όσα ειπώθηκαν παραπάνω για το είδος ταινιών με πρωταγωνιστή τον Νίκο Ξανθόπουλο, δεν έχω τίποτα εναντίον ούτε των συγκεκριμένων έργων, ούτε του αναφερόμενου καλλιτέχνη. Απλώς θέλησα να κάνω μια σύγκριση ποιότητας μεταξύ αυτών των δυο θεαμάτων. Ίσα - ίσα, οι συγκεκριμένες ταινίες, μπορεί στην εποχή που προβάλλονταν να χαρακτηρίστηκαν ‘μελό’, προσωπικά όμως βρίσκω πως ορισμένες εκπομπές τις οποίες βλέπουμε σήμερα σε κάποια τηλεοπτικά κανάλια, δηλαδή του τύπου «ΠΑΜΕ ΠΑΚΕΤΟ», είναι πολύ χειρότερα μελό απ’ αυτές τις ταινίες. Βέβαια έχει ειπωθεί πως και τα έργα για τα οποία μιλάμε, δεν εξέφραζαν ακριβώς τη νοοτροπία που είχαν οι άνθρωποι την περίοδο που αυτές γυρίστηκαν, αλλά τουλάχιστον, στην περίπτωσή τους, γνωρίζουμε ότι αναφέρονται σε καταστάσεις που ο λαός μας είχε κάποια εποχή βιώσει.
Αλλά για να επανέλθουμε στον ίδιο τον Νίκο Ξανθόπουλο, πρέπει να πούμε πως η αυτοβιογραφία του έχει κυκλοφορήσει πριν από κάποια χρόνια και τιτλοφορείται «ΟΣΑ ΑΓΑΠΗΣΑ ΚΙ ΟΣΑ ΘΥΜΑΜΑΙ». Σε κάποιο σημείο του συγκεκριμένου βιβλίου ο καλλιτέχνης επισημαίνει ότι θεωρούσε πάντα κύρια ενασχόλησή του την ηθοποιία. Για τούτον ακριβώς το λόγο, παρότι ήταν πράγματι αυτός που ερμήνευσε τα κομμάτια στις ταινίες όπου πρωταγωνίστησε - σε αντίθεση με τις μέρες μας όπου πολλοί ηθοποιοί τραγουδούν πλέϊ μπακ -, δεν είχε επιδιώξει ποτέ να τα αποδώσει και στη δισκογραφία. Επιπλέον, όταν αποπειράθηκε να ενταχθεί στον χώρο του τραγουδιού, οι υπεύθυνοι των εταιρειών δεν τον προώθησαν αρκετά.
Εντούτοις - βέβαια κατά την προσωπική μου πάντα γνώμη- εκτός από ηθοποιός, ο αναφερόμενος καλλιτέχνης υπήρξε επιπλέον αξιοπρόσεχτος λαϊκός τραγουδιστής. Ό,τι μόλις ειπώθηκε δεν είναι αυθαίρετο. Αν και δεν είναι ευρύτερα γνωστό, κάποια πολύ δημοφιλή κομμάτια - τα οποία έχουμε κυρίως γνωρίσει από φωνές πασίγνωστων εκπροσώπων του τραγουδιού -, τα είχε αρχικά ηχογραφήσει ο Νίκος Ξανθόπουλος, δίνοντάς τους μια δική του ξεχωριστή ερμηνεία. Δυο απ’ αυτά, τα τραγούδια, ‘Πετραδάκι-Πετραδάκι’ και ‘Αφού Αμαρτήσανε τα Δυο σου Χείλη’ - συνθέσεις του Αποστόλου Καλδάρα - ερμήνευσαν μετά τον Ξανθόπουλο στη δισκογραφία, ο Μιχάλης Μενιδιάτης και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, αντίστοιχα. Ένα άλλο κομμάτι είναι το τραγούδι ‘Τι να την Κάνεις τη Ζωή’, σε μουσική Σταύρου Ξαρχάκου, που γνωρίσαμε από τη φωνή της Πόλυς Πάνου.

Π. Σκούρτης
12- 3 -2009

11 Μαρ 2009

ΚΟΡΑΚΑΚΗΣ - ΛΑΥΡΙΟ

ΒΑΓΓΕΛΗ ΚΟΡΑΚΑΚΗ: ΛΑΥΡΙΟ

ΤΡΙΤΟΣ ΔΙΣΚΟΣ ΜΕ ΑΞΙΟΛΟΓΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ, Ο ΟΠΟΙΟΣ ΒΡΑΒΕΥΕΤΑΙ.


Ο διωγμός του λαϊκού τραγουδιού μπορεί πλέον να μην είναι τόσο φανερός όσο υπήρξε παλιότερα, αλλά πιστεύω ότι δυστυχώς συνεχίζεται. Για παράδειγμα, στις μέρες μας αυτό το είδος τραγουδιού σπάνια ακούγεται στο ραδιόφωνο, ενώ όταν κυκλοφορεί μια δισκογραφική δουλειά ανάλογου ύφους, το γεγονός δεν καλύπτεται από την τηλεόραση τόσο συχνά και με την ίδια επισημότητα που ισχύει για την παρουσίαση δίσκων, με άλλα είδη μουσικής. Παράλληλα, ο ρόλος του μπουζουκιού στις ορχήστρες των λαϊκών κέντρων, έχει επικίνδυνα υποβαθμιστεί.
Μέσα σ’ αυτό το γενικό κλίμα, ένας δίσκος με γνήσια λαϊκά κομμάτια, έγινε πρόσφατα χρυσός. Υπάρχει ένα στοιχείο που καθιστά αυτό το γεγονός, ακόμα σπουδαιότερο απ’ ό,τι έτσι κι αλλοιώς είναι. Ο κύκλος τραγουδιών «ΛΑΥΡΙΟ» του Βαγγέλη Κορακάκη, πρωτοηχογραφήθηκε το 1993. Η τωρινή απονομή χρυσού δίσκου για μια δουλειά με λαϊκά τραγούδια που είχε κυκλοφορήσει αρκετά χρόνια πιο πίσω, αν μη τι άλλο, αποδεικνύει το ακόλουθο : παρά τον παραγκωνισμό στον οποίο υποβάλλεται το συγκεκριμένο μουσικό είδος, διαθέτει τη δική του ξεχωριστή δύναμη και - μετά την αποδοχή που σε γενικές γραμμές κέρδισε με τα χρόνια - δεν έχει ξεχάσει πώς ν’ αντιστέκεται.
Η σειρά τραγουδιών που σχολιάζεται, αποτελεί την τρίτη δισκογραφική δουλειά του Κορακάκη, μετά τους δίσκους «ΟΙ ΑΡΧΟΝΤΕΣ» και «ΜΠΟΥΖΟΥΞΗΔΕΣ ΜΕ ΠΥΞΙΔΕΣ». Είναι επίσης ο τρίτος στη σειρά δίσκος με αξιόλογα κομμάτια, ο οποίος βραβεύεται. Πρέπει να τονιστεί ότι κάτι τέτοιο σπάνια συμβαίνει στις μέρες μας. Η πρώτη αναλογη δουλειά που είχε βραβευτεί αρκετά χρόνια πιο πίσω, ήταν ο παρθενικός δίσκος του Στέλιου Διονυσίου σε μουσική Μάριου Τόκα, ενώ τελευταία αυτό προέκυψε με τον πρόσφατο κύκλο τραγουδιών του Μίκη Θεοδωράκη. Στον συγκεκριμένο δίσκο, όλα τα κομμάτια - εκτός από ένα το οποίο αποδίδει ο συνθέτης - ερμηνεύει η Μαρία Φαραντούρη. Οι τίτλοι των δίσκων που μόλις αναφέρθηκαν, είναι: «ΜΕ ΟΝΟΜΑ ΒΑΡΥ ΣΑΝ ΙΣΤΟΡΙΑ» και «ΟΔΥΣΣΕΙΑ» αντίστοιχα.
Η απονομή χρυσού δίσκου για τον κύκλο τραγουδιών «ΛΑΥΡΙΟ» του Βαγγέλη Κορακάκη έγινε από τον Πάρη Μήτσου. Πρόκειται για τον διευθύνοντα της εταιρείας «ΔΙΚΤΥΟ», ο οποίος να σημειωθεί ότι δεν ανήκει απλώς στους επιχειρηματίες του δισκογραφικού χώρου, αλλά είναι και καλλιτέχνης. Γράφει αξιόλογους στίχους για λαϊκά τραγούδια ενώ στον ραδιοφωνικό σταθμό 902 ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΣΤΑ FM, παρουσιάζει μια εκπομπή με θέμα το αναφερόμενο μουσικό είδος. Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια πολλοί αξιόλογοι εκπρόσωποι του λαϊκού μουσικού χώρου έχουν κυκλοφορήσει τους δίσκους τους από την εταιρεία «ΔΙΚΤΥΟ». Κάτι τέτοιο ισχύει για παλιότερους και νεότερους, είτε εντάσσονται στη σφαίρα της σύνθεσης, όπως ο Τάκης Σούκας και ο Βαγγέλης Κορακάκης, είτε ανήκουν σ’ αυτή της ερμηνείας , όπως η Ρένα Στάμου. Ν ’ αναφερθεί επίσης ότι ο δίσκος «ΛΑΥΡΙΟ», - οι συνθέσεις που περιλαμβάνονται σ’ αυτόν ανήκουν, όπως προείπαμε, στον Βαγγέλη Κορακάκη - κατέληξε στην δισκογραφική εταιρεία «ΔΙΚΤΥΟ» μετά από πολλές περιπέτειες σε άλλες εταιρείες.
Τα κομμάτια στον προαναφερόμενο κύκλο, εκτός από τον ίδιο τον δημιουργό τους, ερμηνεύουν οι Γεράσιμος Ανδρεάτος, Άλκης Μαύρος, Ελένη Τσαλιγοπούλου και Αφεντούλα Ραζέλη.

Π. Σκούρτης
24 -1- 2008

9 Μαρ 2009

ΤΣΕΡΤΟΣ - ΣΟΥΓΙΟΥΛ


Ο ΤΣΕΡΤΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑ ΣΟΥΓΙΟΥΛ
Ο ΜΠΑΜΠΗΣ ΤΣΕΡΤΟΣ ‘ΣΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΟΥ’

Το Ελληνικό Τραγούδι ευρωπαϊκού τύπου - με αλλά λόγια το μουσικό είδος που χαρακτηρίστηκε ως ‘Ελαφρό Τραγούδι’ - πρέπει να πω ότι σε γενικές γραμμές δεν μου άρεσε. Όχι τόσο γιατί οι υποστηρικτές του Ρεμπέτικου - που μεταξύ των πιο ένθερμων ανήκω κι εγώ - είχαν πάντα μεγάλη αντιδικία με τους «Ευρωπαϊστές», μα κι επειδή έβρισκα πως οι εκπρόσωποι του Ελαφρού - τόσο της μουσικής όσο και του τραγουδιού - έβγαζαν προς τα έξω ένα μονοδιάστατο γλυκανάλατο ύφος που δεν με άγγιζε. Εντούτοις, προτιμώ τη χρήση του όρου ‘Ευρωπαϊκό’, επειδή ο χαρακτηρισμός ‘Ελαφρό’, παραπέμπει στην έννοια του ευτελούς και του υποτυπώδους .
Χωρίς σε καμιά περίπτωση να θέλω να συγκρίνω το Ευρωπαϊκό τραγούδι με το Ρεμπέτικο,’ τα τελευταία χρόνια μπόρεσα να εκτιμήσω περισσότερο από πριν και αυτό το μουσικό είδος. Τούτο συνέβη όταν άκουσα τραγούδια που το αντιπροσωπεύουν από φωνές καλλιτεχνών της νεότερης γενιάς, όπως του Γιάννη Πάριου, της Αλέκας Κανελίδου, της Μαργαρίτας Ζορμπαλά, κι άλλων. Τόσο οι ερμηνείες των προαναφερόμενων καλλιτεχνών, όσο και οι διαφορετικές ενορχηστρώσεις, έφεραν στην επιφάνεια στοιχεία του συγκεκριμένου μουσικού είδους που ως τώρα δεν είχα κατορθώσει να διακρίνω.
Ο Μπάμπης Τσέρτος είναι ένας αξιοπρόσεκτος ερμηνευτής που βασικά υπηρετεί το Παραδοσιακό Αστικολαϊκό Τραγούδι, δηλαδή το Ρεμπέτικο. Όμως είχα πάντα την αίσθηση ότι η φωνή του ταίριαζε πολύ περισσότερο στο Δημοτικό ή στο Ευρωπαϊκό τραγούδι και λιγότερο στο είδος του τραγουδιού με το οποίο τον έχουμε ταυτίσει. Όχι μόνο γιατί ο αναφερόμενος καλλιτέχνης έχει και σε προηγούμενους δίσκους του συμπεριλάβει κομμάτια που αντιπροσωπεύουν το ευρωπαϊκό τραγούδι, αλλά κι επειδή τώρα ηχογράφησε έναν ολόκληρο - και μάλιστα διπλό - δίσκο με συνθέσεις ενός από τους βασικότερους εκπροσώπους του είδους, του Μιχάλη Σουγιούλ. Μάλλον λοιπόν η διαίσθησή μου βγήκε σωστή.
Ο τίτλος της αναφερόμενης δουλειάς δηλώνει ακριβώς αυτό που συμβαίνει στον δίσκο, δηλαδή είναι ‘Ο ΤΣΕΡΤΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑ ΣΟΥΓΙΟΥΛ’. Εκτός από τον Τσέρτο στη συγκεκριμένη συλλογή συμμετέχουν καλλιτέχνες όχι μόνον από το χώρο του τραγουδιού αλλά και της μουσικής γενικότερα, όπως ο Λουκιανός Κηλαηδόνης. Επιπλέον εμφανίζεται ως τραγουδιστής - και μάλιστα δεν τα πάει καθόλου άσκημα – ο ηθοποιός Σπύρος Παπαδόπουλος. Στον δίσκο αυτό μεταξύ άλλων τραγουδιών υπάρχουν και κάποια αρχοντορεμπέτικα. Υποστηρίζεται, ότι αυτού του είδους τα κομμάτια είχαν γραφτεί με βάση τους ρυθμούς του Ρεμπέτικου και αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, το μπουζούκι που χρησιμοποιείται κατά την απόδοσή τους, δένει τέλεια με την ορχήστρα.

Π. Σκούρτης
16 -1 - 2009