ΤΑΣΟΣ ΚΟΥΤΣΟΘΑΝΑΣΗΣ
‘ΟΙ ΧΡΥΣΕΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ’
ΕΝΑ ΔΙΤΟΜΟ ΒΙΒΛΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ - ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ - ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ
Στο καλλιτεχνικό ρεπορτάζ ο πιο γνωστός δημοσιογράφος μετά τον αλησμόνητο Πάνο Γεραμάνη πρέπει να είναι ο Τάσος Κουτσoθανάσης. Οι αναρίθμητες συνεντεύξεις που έχει πάρει από εκπροσώπους του συγκεκριμένου χώρου, συγκεντρώθηκαν τώρα σ’ ένα δίτομο βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «ΔΡΟΜΩΝ.»
Το βιβλίο επιγράφεται «ΟΙ ΧΡΥΣΕΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ». Ωστόσο η δραστηριότητα κάποιων από τους καλλιτέχνες τα πορτραίτα των οποίων παρουσιάζονται μέσα απ’ αυτές τις συνεντεύξεις, δεν περιορίστηκε αποκλειστικά στη μουσική ή στο τραγούδι. Εδώ βρίσκουμε και πορτραίτα εκπροσώπων του θεάτρου ή του κινηματογράφου. Ίσως όμως ο τίτλος να παραπέμπει στο εξής γεγονός: πολλοί από τους συνεντευξιαζόμενους, ακόμα και ορισμένοι που δεν είχαν ως βασική ενασχόλησή τους τη μουσική και το τραγούδι, ασχολήθηκαν κάποια στιγμή στη σταδιοδρομία τους και με τους δυο αυτούς τομείς. Συχνά βέβαια συνέβη και το αντίστροφο, δηλαδή υπήρξαν καλλιτέχνες του τραγουδιού που για μια περίοδο ασχολήθηκαν με το θέατρο και τον κινηματογράφο. Κλασικό παράδειγμα της πρώτης περίπτωσης υπήρξαν η αλησμόνητη Ρένα Βλαχοπούλου και οι ομότεχνές της αδελφές Καλουτά, Άννα και Μαρία, ενώ στη δεύτερη κατηγορία μπορούμε να κατατάξουμε, μεταξύ άλλων, τον Νίκο Ξανθόπουλο όπως επίσης τον Τόλη Βοσκόπουλο και τη Δούκισσα. Οι δυο τελευταίοι μάλιστα σε αρκετές ταινίες έχουν εμφανιστεί μαζί.
Στο περιεχόμενο αυτού του βιβλίου υπάρχουν μερικές συνεντεύξεις που πάρθηκαν κατά την περίοδο 1980-2000, αλλά οι περισσότερες αντιπροσωπεύουν την περίοδο του ’60 και του ’70. Αυτή τη δεκαετία τα πορτραίτα των περισσότερων εκπροσώπων του καλλιτεχνικού χώρου παρουσιάζονταν μέσα από λαϊκά έντυπα που προορίζονταν κυρίως για τον απλό κόσμο. Τέτοια ήσαν τα περιοδικά ‘Ντομινό’ και ‘ΠΡΩΤΟ’. Ο Τάσος Κουτσοθανάσης λοιπόν είχε τότε συνεργαστεί με τέτοιου είδους περιοδικά και το υλικό αυτής της έκδοσης προέρχεται κυρίως από τη συνεργασία του με τα δύο έντυπα που μόλις αναφέραμε.
Εδώ, πρέπει να πούμε πως ο δημοσιογράφος αντιμετωπίζει όλους τους καλλιτέχνες με διακριτικότητα, σε αντίθεση με ό,τι κάνουν πολλοί που ασκούν το ίδιο επάγγελμα σήμερα. Παρόλ’ αυτά υπάρχει ένα στοιχείο που αξίζει να επισημανθεί. Αυτό αφορά τη στάση των συνεντευξιαζόμενων και κυρίως τις δικές τους προθέσεις σε σχέση με την επιθυμία τους να δημοσιοποιήσουν ή όχι λεπτομέρειες από την ιδιωτική τους ζωή. Ενδεικτικό παράδειγμα ανάλογης συμπεριφοράς από την πλευρά του καλλιτέχνη διαφαίνεται στη σύγκριση μεταξύ των δύο συνεντεύξεων που δίνει η Άννα Βίσση.
Δεν γνωρίζω αν οι νεότεροι αναγνώστες μπορεί να ενδιαφερθούν για ένα τέτοιο βιβλίο. Άλλωστε σήμερα υπάρχουν τα ιδιωτικά κανάλια που μας βομβαρδίζουν με πληθώρα πληροφοριών ανάλογου περιεχομένου και μάλιστα με περισσότερες σκανδαλιστικές λεπτομέρειες, κάτι που δεν ήταν ούτε εφικτό ούτε θεμιτό κατά την εποχή στην οποία αναφέρεται το βιβλίο του Κουτσοθανάση. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η τηλεόραση πρωτοεμφανίστηκε στην Ελλάδα το 1966 και τα ιδιωτικά κανάλια - εστίες κοινωνικού κουτσομπολιού -, πολύ αργότερα. Αξίζει όμως να διαβάσουν και οι νεώτεροι αυτό το βιβλίο για να πληροφορηθούν για τη διαφορά προσέγγισης δημοσιογράφου-συνεντευξιαζόμενου από τα έντυπα εκείνης της εποχής σε σχέση με τη σημερινή. Δεδομένου ότι η τηλεοπτική εικόνα σήμερα έχει αποκτήσει μια ξεχωριστή δύναμη, ο δημοσιογράφος δεν αφήνει περιθώρια στον συνεντευξιαζόμενο να παρουσιάσει τον εαυτό του όπως αυτός θα ήθελε. Επιπλέον, με τον καταιγισμό εικόνων και πληροφοριών ούτε ο θεατής μπορεί να σχηματίσει προσωπική γνώμη και έτσι ο δημοσιογράφος προβάλλει και επιβάλλει τη δική του άποψη.
Πάντως, όσον αφορά τους αναγνώστες μεγαλύτερης ηλικίας, έχω τη γνώμη ότι υπάρχουν δύο λόγοι για ν’ αγοράσουν αυτό το βιβλίο. Ο πρώτος είναι φυσικά η επιθυμία γι’ αναπόληση. Όσο για τον δεύτερο, υπάρχουν σίγουρα κάποιοι που ενώ βίωσαν την εποχή ’60 – ’70, δεν είχαν επαφή με τα περιοδικά όπου δημοσιευόταν το συγκεκριμένο υλικό. Τούτο ίσως συνέβαινε είτε γιατί εκείνη την περίοδο οι ίδιοι δεν ενδιαφέρονταν για την ενημέρωσή τους από ανάλογα περιοδικά, είτε επειδή η ανάγνωση αυτών των εντύπων ήταν ανεπίτρεπτη στο οικογενειακό τους περιβάλλον. Σ’ αυτούς, αν ακόμα εξακολουθούν να ενδιαφέρονται για όσα τότε ‘στερήθηκαν’, το βιβλίο αυτό προσφέρει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να βγάλουν τα απωθημένα τους!
Κλείνοντας θα ήθελα να εκφράσω τη γνώμη μου σχετικά με τα βιβλία που συνήθως χαρακτηρίζονται ‘ιστορικά’. Θεωρώ ότι αυτός ο χαρακτηρισμός μπορεί να χρησιμοποιηθεί όχι μόνο για βιβλία που το περιεχόμενό τους αναφέρεται σε εθνικά θέματα και γεγονότα, αλλά και γι’ αυτά στα οποία το υλικό που καταγράφεται, γενικότερα αντικατοπτρίζει συνήθειες και πρόσωπα παρελθόντων εποχών. Κατ’ αυτή την έννοια μπορεί να θεωρηθούν ιστορικά και βιβλία όπως αυτό του Τάσου Κουτσοθανάση .
Π. Σκούρτης
29 -5 -2008