ΑΦΑΝΕΙΣ ΜΕΓΑΛΟΙ ΤΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΛΑΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΠΑΛΙΩΝ ΜΕΛΩΔΙΩΝ ΑΠΟ ΝΕΩΤΕΡΟΥΣ ΣΥΝΘΕΤΕΣ
Σήμερα ακούγονται πολλές αντικρουόμενες απόψεις όσον αφορά το χώρο της Λαϊκής Μουσικής και του Τραγουδιού. Πολλές φορές βέβαια αυτές διατυπώνονται από πολέμιους του συγκεκριμένου μουσικού είδους, αλλά συχνά όχι μόνο από εκείνους. Μια από τις επικρατέστερες απόψεις είναι ότι, από τότε που έφυγαν για πάντα από κοντά μας κάποια ‘ιερά τέρατα’ του χώρου - συνθέτες, στιχουργοί μουσικοί ή τραγουδιστές - άρχισαν να προβάλλονται εκπρόσωποι του είδους που τους αξιολογούμε δυσανάλογα με την πραγματική τους αξία. Αυτή την άποψη μπορούμε μάλιστα να τη συνοψίσουμε στη φράση ‘όλοι γίνανε δάσκαλοι και μεγάλοι’.
Σίγουρα, ως έναν βαθμό, είναι φυσικό να επικρατεί μια τέτοια αντίληψη από τη στιγμή που, απ’ οποιονδήποτε πολιτισμικό χώρο και όχι μόνο από τον καλλιτεχνικό, θα λείψουν ορισμένοι από αυτούς που αποκαλούμε ‘ιερά τέρατα’. Αυτό όμως δεν σημαίνει οπωσδήποτε πως όσοι έγιναν λιγότερο γνωστοί, παραμερίστηκαν σκόπιμα από τους συναδέλφους τους ή πως είναι μικρότερου βεληνεκούς από εκείνους. Γιατί είναι βέβαιο ότι υπάρχουν αμέτρητες περιπτώσεις όπου πέραν από τις προσωπικές έριδες και αντιπαλότητες έπαιξαν ρόλο και πολλοί άλλοι παράγοντες.
Τώρα, ειδικά όσον αφορά γενικότερα το χώρο της Λαϊκής Μουσικής και του Τραγουδιού, στο συγκεκριμένο άρθρο επέλεξα να μιλήσω κυρίως για συνθέτες των οποίων οι περιπτώσεις αποτελούν δείγματα του φαινομένου που εδώ σχολιάζεται. Για παράδειγμα, το τραγούδι ‘Μες στης Πόλης το Χαμάμ’ είναι ένα από τα δημοφιλέστερα ρεμπέτικα. Όμως, την εποχή που έγινε δημοφιλές, εκτός από τους ερευνητές, λίγοι γνώριζαν πως αυτό το τραγούδι ήταν δημιουργία του Ανέστου Δελιά, ενός από τους πρωτεργάτες του Πειραιώτικου Ρεμπέτικου. Η δημοτικότητά που γνώρισε το συγκεκριμένο κομμάτι οφειλόταν στην διασκευή του που κυκλοφόρησε στα χρόνια του ’70. Τη διασκευή αυτή που κατά πολλούς, έκανε ο Γιώργος Μανισαλής, ερμήνευσε ο Παναγιώτης Μιχαλόπουλος. Σίγουρα η πρώτη εκδοχή, αυτή με τον Δελιά, δεν δημιουργεί την ατμόσφαιρα κεφιού που σκορπίζει εκείνη με ερμηνευτή τον Μιχαλόπουλο. Εντούτοις, δεν σημαίνει πως σε γενικές γραμμές μειονεκτεί έναντι της νεώτερης εκδοχής. Αντιθέτως, κατά την προσωπική μου γνώμη, αυτή η πρώτη ηχογράφηση του τραγουδιού είναι εξαιρετική.
Πολλοί λίγοι ρεμπετόφιλοι είναι αυτοί που δεν έχουν ακούσει και αγαπήσει την επιτυχία ‘Το Βουνό’, όμως λίγοι γνωρίζουν τον συνθέτη του τραγουδιού που είναι ο μπουζουξής Λουκάς Νταράλας. Τους στίχους σ’ αυτό το τραγούδι έγραψε ο επίσης άγνωστος σε πολλούς Βαγγέλης Πρέκας. Παρενθετικά να σημειωθεί πως γιος του Λουκά είναι ο γνωστός και δημοφιλής τραγουδιστής Γιώργος Νταλάρας. Ο τελευταίος, για κάποιο λόγο - ίσως για να προφέρεται το επώνυμό του ευκολότερα - έκανε έναν μικρό αναγραμματισμό.
Ο σολίστας του μπουζουκιού Βασίλης Καψάλης ή Καραπατάκης είναι εκείνος που έχει συνθέσει, μεταξύ άλλων και ένα από τα πιο αγαπημένα κομμάτια στον χώρο του λαϊκού τραγουδιού, το ‘Δυο Πόρτες Έχει η Ζωή’. Ελάχιστοι όμως είναι εκείνοι που γνωρίζουν τη συγκεκριμένη λεπτομέρεια, αφού το κομμάτι αυτό κυκλοφόρησε στο όνομα του Στέλιου Καζαντζίδη. Είναι γνωστό πως ο Καζαντζίδης αγόρασε τους στίχους από την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Όσο για τη μελωδία, αντίθετα από τη φήμη που κυκλοφορούσε μέχρι πρότινος, τώρα τελευταία ακούγεται πως ο ερμηνευτής δεν την οικειοποιήθηκε αλλά του παραχωρήθηκε από τον Καραπατάκη.
Η μουσική του τραγουδιού ‘Το Μπουζούκι του Νικόλα’, κομμάτι το οποίο κυκλοφόρησε στο όνομα του Στράτου Διονυσίου, ανήκει στον δεξιοτέχνη σολίστα του μπουζουκιού και συνθέτη Νίκο Καρανικόλα. Εντούτοις, σύμφωνα με μαρτυρία της συζύγου του Καρανικόλα - της γνωστής στους θιασώτες του λαϊκού τραγουδιού ερμηνεύτριας Βούλας Γκίκα - ο Διονυσίου δεν το κυκλοφόρησε εσκεμμένα στ' όνομά του, αλλά επειδή τότε δεν δέχονταν να περνάνε τραγούδια του Καρανικόλα στις εταιρείες, του παραχωρήθηκε από τον συνθέτη. Μάλιστα, πάλι σύμφωνα με τα λεγόμενα της Γκίκα, όταν το άκουσε ο εταιριάρχης - δεν θυμάμαι τώρα αν ήταν ο Μίνος Μάτσας ή ο γιος του Μάκης - είπε: «Τι Διονυσίου; Αυτό μυρίζει Καρανικόλα.»
Ο λόγος που αναφέρομαι σε όλους τους παραπάνω δημιουργούς είναι γιατί θέλω να τονίσω ότι, εκτός από τους γνωστούς συνθέτες, στο χώρο του Ρεμπέτικου και του Λαϊκού τραγουδιού υπάρχουν και άλλοι που είναι εξίσου αξιόλογοι, αλλά που το πλατύ κοινό ίσως να μην γνωρίζει. Κι αυτό γιατί, για διάφορους λόγους, ανεξάρτητους της θέλησής τους, αγνοήθηκαν στην εποχή τους.΄Ετσι τα τραγούδια τους, αν και υπήρξαν μεγάλες επιτυχίες, έγιναν γνωστά από άλλους καλλιτέχνες του ίδιου χώρου, ερμηνευτές ή ομότεχνούς τους.
Κλείνοντας, θα ήθελα να θίξω ένα θέμα που, αν και είναι μια ιστορία τελείως διαφορετική, με την πρώτη ματιά φαίνεται παρόμοιο με όσα είπαμε προηγουμένως. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που όπως αυτά της διασκευής και της οικειοθελούς παραχώρησης, επικράτησε κυρίως στις δεκαετίες ’60 -’70. Μελωδίες παλιότερων συνθετών που δεν βρίσκονταν πια στη ζωή, άγνωστων στο ευρύ κοινό, χρησιμοποιήθηκαν κατά καιρούς από νεώτερους ομότεχνούς τους, οι οποίοι τις επένδυσαν με νέους στίχους. Πρέπει βέβαια να πω ότι, προσωπικά, δεν επικροτώ τέτοιες πρακτικές. Αλλά σύμφωνα με όσα υποστηρίζουν πολλοί σημερινοί μελετητές του Ρεμπέτικου - μεταξύ αυτών και ο δημοσιογράφος Γιώργος Τσάμπρας -, αυτή η πρακτική ήταν ίσως η μόνη λύση προκειμένου να διασωθούν οι συγκεκριμένες μελωδίες. Κι αυτό, γιατί εκείνη την εποχή η έρευνα γύρω από το αναφερόμενο μουσικό είδος δεν είχε πάρει – και ούτε φανταζόταν κανείς ότι θα πάρει - την έκταση που έχει πάρει σήμερα. Επειδή δεν ανήκω σε αυτούς που πιστεύουν ότι ‘ο σκοπός αγιάζει τα μέσα’, θεωρώ ότι χρειάζεται ευρύτερη μελέτη προκειμένου να αποσαφηνιστεί η διαφορά μεταξύ κλοπής και διασκευής μιας μελωδίας .
Π. Σκούρτης
27/5/2011
4 Ιουν 2011
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου