ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΔΙΠΛΑ ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ
ΠΟΥ ΟΜΩΣ ΔΙΑΘΕΤΕΙ ΤΟΣΕΣ ΑΝΑΤΡΟΠΕΣ,
ΟΣΕΣ ΚΙ ΕΝΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Πρωτοδιάβασα για τη συγγραφέα Λένα Μαντά σε μια αναφορά σχετικά με το μυθιστόρημά της ΘΕΑΝΩ, Η ΛΥΚΑΙΝΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. Έτσι, μου είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι μ’ αυτό το βιβλίο ήταν που έκανε το ντεμπούτο της στη λογοτεχνία. Αλλά αργότερα πληροφορήθηκα ότι είχε προηγηθεί το μυθιστόρημα ΒΑΛΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΔΩΔΕΚΑ ΘΕΟΥΣ. Τα τρία βιβλία της που έχουν πρόσφατα εκδοθεί είναι: Η ΑΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣ, Η ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΣΕ ΓΝΩΡΙΣΑ και ΕΡΩΤΑΣ ΣΑΝ ΒΡΟΧΗ. Εδώ όμως θ’ ασχοληθούμε με το βιβλίο που τιτλοφορείται ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΔΙΠΛΑ ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ και το οποίο κατά καιρούς εξακολουθεί ακόμα να βρίσκεται στον κατάλογο των ευπώλητων. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «ΨΥΧΟΓΙΟΣ»
Η ιστορία αρχίζει σ’ ένα χωριό στον Όλυμπο. Εκεί, σε κάποιο σπίτι που - όπως μαρτυρεί ο τίτλος του βιβλίου - βρίσκεται δίπλα σ’ ένα ποτάμι, ζει η οικογένεια του Γεράσιμου και της Θεοδώρας. Μετά το θάνατο του πατέρα, η λαχτάρα των πέντε κοριτσιών του να φύγουν από τον τόπο τους, είναι πολύ έντονη. Τόσο έντονη, ώστε η τέταρτη από τις κόρες, η Πολυξένη - στην οποία σε αντίθεση με τις αδελφές της δεν έχει ακόμα παρουσιαστεί η κατάλληλη ευκαιρία για να ξεφύγει από τη μονότονη ζωή που της προσφέρει το σπίτι δίπλα στο ποτάμι - αποφασίζει να ‘αποδράσει’, ακολουθώντας έναν περιοδεύοντα θίασο που σταματάει για λίγο στο χωριό της.
Στη συνέχεια, οι εκπλήξεις είναι αναρίθμητες, τόσο για τις πέντε νεαρές γυναίκες όσο και για τους αναγνώστες του βιβλίου. Πρόκειται για μια ιστορία που στην ουσία είναι κοινωνικού περιεχομένου, στις ανατροπές όμως που υπάρχουν σ’ αυτήν, μπορούμε να διακρίνουμε στοιχεία που συνήθως συναντά κανείς σε αστυνομικό μυθιστόρημα.
Σ’ αυτό το μυθιστόρημα της Μαντά δύο είναι τα χαρακτηριστικά που κυρίως μας εντυπωσιάζουν. Αφενός η δυναμική με την οποία η συγγραφέας αποδίδει τις περιγραφές από τη ζωή των πέντε γυναικών - που βιώνουν καταστάσεις τόσο διαφορετικές, εντούτοις παράλληλες - και αφετέρου το εξής γεγονός: από ένα σημείο και μετά πιστεύουμε πως γνωρίζουμε τον τρόπο με τον οποίο θα ‘τερματιστούν’ οι περιπέτειες των πέντε γυναικών των οποίων τις ζωές παρακολουθήσαμε. Εντούτοις, ώσπου να φτάσουμε στην τελική έκβαση, η Μαντά καταφέρνει και πάλι να μας κρατήσει σε αγωνία.
Η μόνη ένσταση που θα μπορούσε να προβάλει κανείς είναι η σπουδή με την οποία η συγγραφέας καλύπτει το πρώτο μέρος της ιστορίας, δηλαδή το διάστημα που μεσολαβεί από την παιδική ηλικία των κοριτσιών μέχρι την ‘απόδρασή’ τους. Κάποιες φορές δίνεται η εντύπωση ότι η μυθιστοριογράφος βιάζεται να ολοκληρώσει το κομμάτι που αναφέρεται στην περίοδο πριν τη φυγή των κοριτσιών, προκειμένου να δώσει έμφαση στην περιγραφή της ζωής τους μακριά από τον γενέθλιο τόπο τους. Η εντύπωση αυτή δημιουργείται κυρίως επειδή στο πρώτο μέρος του βιβλίου η γραφή είναι ενιαία, δηλαδή δεν χωρίζεται σε κεφάλαια, με την εισαγωγή ν’ αποτελεί το μόνο κομμάτι που είναι ξέχωρο από το κυρίως κείμενο. Αντιθέτως, στο δεύτερο μέρος, η Μαντά αφιερώνει κεφάλαια εξαιρετικά μακροσκελή στη ζωή της καθεμιάς από τις κοπέλες. Αλλά αυτό που φαίνεται ως αδύνατο σημείο στη γραφή του βιβλίου, πιθανόν τελικά να δικαιολογείται. Ίσως η λογοτέχνις επέλεξε αυτόν τον τρόπο αφήγησης προκειμένου να προσδώσει στη γραφή της το ρυθμό που ακολουθεί η ροή του ποταμού. Γιατί, όπως πολλές φορές επισημαίνεται με διάφορους τρόπους από τη Θεοδώρα, αλλά επίσης τονίζεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, ‘έτσι κυλάει και η ζωή’.
Π. Σκούρτης
29 -6 -2009