‘ΕΓΧΩΡΙΕΣ’ και ‘ΔΙΕΘΝΕΙΣ’ ΜΕΛΩΔΙΕΣ
Ο δίσκος MOMENTS, σε μουσική Μίμη Πλέσσα και με ερμηνευτή τον Δάκη, έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: οι περισσότερες από τις μελωδίες αυτού του δίσκου ήταν ήδη γνωστές και πριν την κυκλοφορία του. Εδώ όμως το καινούργιο είναι ότι τις ακούμε επενδυμένες με ξενόγλωσσους στίχους. Θα μπορούσε λοιπόν να πει κανείς ότι πρόκειται για έναν δίσκο που είναι όχι μόνον ελληνικός αλλά και διεθνής.
Τόσο τα κίνητρα δημιουργίας αυτού του δίσκου όσο και το άκουσμά του, γεννούν κάποια ερωτήματα. Αλήθεια, υπάρχει μουσική που να μπορεί να θεωρηθεί πραγματικά ‘διεθνής’ και αν ναι, τότε αυτή καταργεί την εντοπιότητα μουσικών συνθέσεων; Πιστεύω ότι υπάρχει μια απάντηση και για τα δυο ερωτήματα και αυτή είναι η εξής: εξαρτάται από το τι εννοεί κανείς με τον όρο ‘διεθνής’. Αν χαρακτηρίζαμε ως ‘διεθνή’ μια μελωδία που θα περιελάμβανε ηχοχρώματα από διάφορες χώρες, τότε θα αναφερόμασταν σε κάτι που είναι πολύ δύσκολο - αν όχι αδύνατον - να δημιουργηθεί. Γιατί, σε αυτή την περίπτωση, θα πρέπει να υπάρχει ένα στοιχείο που να δένει όλα τα διαφορετικά ηχοχρώματα σε ένα ενιαίο σύνολο κι αυτό είναι πολύ απίθανο να προκύψει σε μια μόνο μελωδία. Αν δεν υπάρξει η ‘γέφυρα’ την οποία μόλις αναφέραμε, τότε θα έχουμε ένα ετερόκλητο κράμα ήχων χωρίς συγκεκριμένο αντίκρισμα. Αν, αντιθέτως, εννοούμε μια μελωδία που περιλαμβάνει στοιχεία τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να την μετατρέψουν από ‘εγχώρια’ σε ‘ουδέτερη’ - δηλαδή αποδεκτή και πέρα από τα σύνορα της χώρας γέννησής της -, τότε η δημιουργία μιας μουσικής που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως ‘διεθνή’, είναι δυνατόν να επιτευχθεί. Ακριβώς αυτό φαίνεται να προκύπτει με τις μελωδίες του Μίμη Πλέσσα στον δίσκο που προαναφέραμε. Παρενθετικά θέλω να πω ότι εδώ χρησιμοποιώ τον όρο ‘ουδέτερη’ και όχι ‘διεθνής’ γιατί θεωρώ ότι τελικά το ‘διεθνής’ είναι μια πολύ αφηρημένη έννοια που δεν μπορεί κανείς να προσδιορίσει εύκολα τα χαρακτηριστικά της.
Έστω όμως και αν θεωρήσουμε ότι πράγματι υπάρχουν μελωδίες που μπορούν να χαρακτηριστούν ως ‘διεθνείς’, έχω τη γνώμη ότι και αυτές δεν θα πρέπει στην πορεία να χάνουν το μουσικό ‘στίγμα’ του δημιουργού τους. Δηλαδή, παρά τις αναγκαίες αλλαγές που επιδέχονται προκειμένου να προσαρμοστούν σε νέα μουσικά δεδομένα, θα πρέπει να διακρίνεται η ‘ταυτότητά’ τους. Αυτό, για παράδειγμα, θεωρώ ότι συμβαίνει με την μουσική επένδυση της Αμερικάνικης ταινίας SERPICO. Ακόμα και αν κάποιος δεν γνωρίζει ότι τη μουσική στη συγκεκριμένη ταινία την έχει γράψει ο Μίκης Θεοδωράκης, ο μυημένος ακροατής μπορεί να διακρίνει το έντονο ελληνικό στοιχείο σ’ αυτήν. Δηλαδή, όποιος μπορεί να ξεχωρίζει τα χαρακτηριστικά στις διάφορες μελωδίες, εύκολα φαντάζεται αυτή τη μελωδία να αποδίδεται και από κάποια ελληνική παραδοσιακή αστικολαϊκή ορχήστρα.
Άλλωστε, ο Θεοδωράκης, με μεγάλη άνεση, επιδίδεται στην πρακτική προσαρμογής των μελωδιών του σύμφωνα με τη ‘χρήση’ για την οποία τις προορίζει. Παραδείγματος χάριν, η μελωδία που επενδύει μουσικά την ταινία SERPICO, στη λαϊκή της μορφή χρησιμοποιήθηκε από τον δημιουργό της για να ‘ντύσει’ μουσικά το ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη «Δρόμοι Παλιοί», το οποίο περιλαμβάνεται στον δίσκο ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ. Αυτό ισχύει και για τη σύνθεση του ίδιου δημιουργού που ακούγεται στην ταινία ‘Ζ’ του Γαβρά, μουσική που επίσης χρησιμοποιήθηκε για να μελωποιηθούν οι στίχοι του τραγουδιού «Γελαστό Παιδί». Εκείνο που δεν γνωρίζω είναι αν η μελοποίηση των στίχων προηγήθηκε της μουσικής επένδυσης των ταινιών που αναφέραμε ή το αντίστροφο.
Κλείνοντας θα πρέπει να απαντήσουμε και στο δεύτερο ερώτημα που θέσαμε παραπάνω. Λαμβάνοντας υπόψη όλα όσα εκθέσαμε προηγουμένως, θα μπορούσαμε να πούμε ότι: αν θεωρήσουμε πως υπάρχουν μελωδίες που πράγματι μπορούν να χαρακτηρίζονται ως ‘διεθνείς’, αυτές μάλλον δεν καταργούν την ‘εντοπιότητα’ στις μουσικές συνθέσεις. Απεναντίας, η ‘προώθηση’ τους σε ένα διεθνές ακροατήριο δίνει την ευκαιρία στο ευρύτερο κοινό να την γνωρίσει.
Π. Σκούρτης
2/5/2009
Ο δίσκος MOMENTS, σε μουσική Μίμη Πλέσσα και με ερμηνευτή τον Δάκη, έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: οι περισσότερες από τις μελωδίες αυτού του δίσκου ήταν ήδη γνωστές και πριν την κυκλοφορία του. Εδώ όμως το καινούργιο είναι ότι τις ακούμε επενδυμένες με ξενόγλωσσους στίχους. Θα μπορούσε λοιπόν να πει κανείς ότι πρόκειται για έναν δίσκο που είναι όχι μόνον ελληνικός αλλά και διεθνής.
Τόσο τα κίνητρα δημιουργίας αυτού του δίσκου όσο και το άκουσμά του, γεννούν κάποια ερωτήματα. Αλήθεια, υπάρχει μουσική που να μπορεί να θεωρηθεί πραγματικά ‘διεθνής’ και αν ναι, τότε αυτή καταργεί την εντοπιότητα μουσικών συνθέσεων; Πιστεύω ότι υπάρχει μια απάντηση και για τα δυο ερωτήματα και αυτή είναι η εξής: εξαρτάται από το τι εννοεί κανείς με τον όρο ‘διεθνής’. Αν χαρακτηρίζαμε ως ‘διεθνή’ μια μελωδία που θα περιελάμβανε ηχοχρώματα από διάφορες χώρες, τότε θα αναφερόμασταν σε κάτι που είναι πολύ δύσκολο - αν όχι αδύνατον - να δημιουργηθεί. Γιατί, σε αυτή την περίπτωση, θα πρέπει να υπάρχει ένα στοιχείο που να δένει όλα τα διαφορετικά ηχοχρώματα σε ένα ενιαίο σύνολο κι αυτό είναι πολύ απίθανο να προκύψει σε μια μόνο μελωδία. Αν δεν υπάρξει η ‘γέφυρα’ την οποία μόλις αναφέραμε, τότε θα έχουμε ένα ετερόκλητο κράμα ήχων χωρίς συγκεκριμένο αντίκρισμα. Αν, αντιθέτως, εννοούμε μια μελωδία που περιλαμβάνει στοιχεία τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να την μετατρέψουν από ‘εγχώρια’ σε ‘ουδέτερη’ - δηλαδή αποδεκτή και πέρα από τα σύνορα της χώρας γέννησής της -, τότε η δημιουργία μιας μουσικής που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως ‘διεθνή’, είναι δυνατόν να επιτευχθεί. Ακριβώς αυτό φαίνεται να προκύπτει με τις μελωδίες του Μίμη Πλέσσα στον δίσκο που προαναφέραμε. Παρενθετικά θέλω να πω ότι εδώ χρησιμοποιώ τον όρο ‘ουδέτερη’ και όχι ‘διεθνής’ γιατί θεωρώ ότι τελικά το ‘διεθνής’ είναι μια πολύ αφηρημένη έννοια που δεν μπορεί κανείς να προσδιορίσει εύκολα τα χαρακτηριστικά της.
Έστω όμως και αν θεωρήσουμε ότι πράγματι υπάρχουν μελωδίες που μπορούν να χαρακτηριστούν ως ‘διεθνείς’, έχω τη γνώμη ότι και αυτές δεν θα πρέπει στην πορεία να χάνουν το μουσικό ‘στίγμα’ του δημιουργού τους. Δηλαδή, παρά τις αναγκαίες αλλαγές που επιδέχονται προκειμένου να προσαρμοστούν σε νέα μουσικά δεδομένα, θα πρέπει να διακρίνεται η ‘ταυτότητά’ τους. Αυτό, για παράδειγμα, θεωρώ ότι συμβαίνει με την μουσική επένδυση της Αμερικάνικης ταινίας SERPICO. Ακόμα και αν κάποιος δεν γνωρίζει ότι τη μουσική στη συγκεκριμένη ταινία την έχει γράψει ο Μίκης Θεοδωράκης, ο μυημένος ακροατής μπορεί να διακρίνει το έντονο ελληνικό στοιχείο σ’ αυτήν. Δηλαδή, όποιος μπορεί να ξεχωρίζει τα χαρακτηριστικά στις διάφορες μελωδίες, εύκολα φαντάζεται αυτή τη μελωδία να αποδίδεται και από κάποια ελληνική παραδοσιακή αστικολαϊκή ορχήστρα.
Άλλωστε, ο Θεοδωράκης, με μεγάλη άνεση, επιδίδεται στην πρακτική προσαρμογής των μελωδιών του σύμφωνα με τη ‘χρήση’ για την οποία τις προορίζει. Παραδείγματος χάριν, η μελωδία που επενδύει μουσικά την ταινία SERPICO, στη λαϊκή της μορφή χρησιμοποιήθηκε από τον δημιουργό της για να ‘ντύσει’ μουσικά το ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη «Δρόμοι Παλιοί», το οποίο περιλαμβάνεται στον δίσκο ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ. Αυτό ισχύει και για τη σύνθεση του ίδιου δημιουργού που ακούγεται στην ταινία ‘Ζ’ του Γαβρά, μουσική που επίσης χρησιμοποιήθηκε για να μελωποιηθούν οι στίχοι του τραγουδιού «Γελαστό Παιδί». Εκείνο που δεν γνωρίζω είναι αν η μελοποίηση των στίχων προηγήθηκε της μουσικής επένδυσης των ταινιών που αναφέραμε ή το αντίστροφο.
Κλείνοντας θα πρέπει να απαντήσουμε και στο δεύτερο ερώτημα που θέσαμε παραπάνω. Λαμβάνοντας υπόψη όλα όσα εκθέσαμε προηγουμένως, θα μπορούσαμε να πούμε ότι: αν θεωρήσουμε πως υπάρχουν μελωδίες που πράγματι μπορούν να χαρακτηρίζονται ως ‘διεθνείς’, αυτές μάλλον δεν καταργούν την ‘εντοπιότητα’ στις μουσικές συνθέσεις. Απεναντίας, η ‘προώθηση’ τους σε ένα διεθνές ακροατήριο δίνει την ευκαιρία στο ευρύτερο κοινό να την γνωρίσει.
Π. Σκούρτης
2/5/2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου