11 Δεκ 2010

Μένιος Σακελλαρόπουλος: ΦΕΓΓΑΡΙ ΑΠΟ ΠΕΤΡΑ


ΕΚΤΟΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ, ΚΑΙ ΔΕΙΝΟΣ ΜΥΘΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΟΣ
Ο ΑΘΛΗΤΙΚΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ ΜΕΝΙΟΣ ΣΑΚΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ


Ο Μένιος Σακκελαρόπουλος, αθλητικός συντάκτης που ανήκει στο προσωπικό του MEGA, συγγραφέας πολλών βιβλίων γύρω από το αντικείμενο του επαγγέλματός του, αποδεικνύεται και άριστος μυθιστοριογράφος. Το ΦΕΓΓΑΡΙ ΑΠΟ ΠΕΤΡΑ είναι το έβδομο μυθιστόρημά του και κυκλοφορεί - όπως και όλα τα άλλα βιβλία του- από τις εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ.
Αν και η υπόθεση του βιβλίου εκτυλίσσεται στην Αθήνα, η ιστορία σχετίζεται κυρίως με την ψυχοσύνθεση ατόμων που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στη Μάνη και συγκεκριμένα στο Οίτυλο. Όπως αφήνει να εννοηθεί με τον τίτλο του βιβλίου του ο συγγραφέας, εκεί, ακόμα και το φεγγάρι είναι από πέτρα. Σ' αυτό τον τόπο μπορεί, με τον καιρό, ο τρόπος που κλείνουν οι ντόπιοι τους λογαριασμούς τους να έχει αλλάξει, όμως το άγριο φυσικό του τοπίο δεν αφήνει τους κατοίκους του να εγκαταλείψουν οριστικά και τους παλιούς τρόπους 'ξεκαθαρίσματος'.
Το Οίτυλο είναι ο τόπος καταγωγής του ενός από τους δυο κεντρικούς χαρακτήρες στην ιστορία, της Σμαράγδας Γιατράκου. Ο άλλος κεντρικός χαρακτήρας είναι ο άντρας της, ο Αλέξανδρος Χολέβας. Το ζευγάρι, που είχε ξεκινήσει τη ζωή του με τις καλλίτερες προοπτικές, στην πορεία της ιστορίας, χωρίζει.
Ο μύθος θα μπορούσε να έχει ολοκληρωθεί στο σημείο που ο μικρότερος γιος της οικογένειας Γιατράκου, ο Βασίλης, που λίγο πολύ όλοι, ακόμα και τα αδέλφια του, τον θεωρούν αδιάφορο για τα τεκταινόμενα στην οικογένεια, θυσιάζει τελικά τη ζωή του για να βοηθήσει την αδελφή του. Όμως η ιστορία προχωράει πολύ πιο πέρα. Φαίνεται ότι εκείνο που επιδιώκει να επισημάνει πολύ περισσότερο ο συγγραφέας - και κατά την προσωπική μου γνώμη αυτόν το στόχο του ο Σακκελαρόπουλος τον πετυχαίνει απόλυτα - είναι το πόσο ριζικά μπορεί να ανατραπεί στην πορεία η ζωή των ανθρώπων. Ο κυρίαρχος του παιχνιδιού γίνεται θύμα και έρμαιο της μοίρας, ενώ ο αδύναμος κρίκος αλλάζει και παίρνει τη ζωή στα χέρια του.

Π. Σκούρτης
29-11- 2010

23 Οκτ 2010

ΕΥΡΥΤΗΤΑ ΗΧΟΥ

ΔΕΞΙΟΤΕΧΝΙΑ, ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΒΑΣΙΚΗ ΔΙΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΠΑΙΞΙΜΟ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ ΤΡΙΧΟΡΔΟΥ ΚΑΙ ΤΕΤΡΑΧΟΡΔΟΥ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙΟΥ

Στον χώρο του Ρεμπέτικου και του Λαϊκού Τραγουδιού είναι γνωστό ότι χρησιμοποιούνται δυο είδη μπουζουκιών, το εξάχορδο ή τρίχορδο και το οχτάχορδο ή τετράχορδο μπουζούκι. Το τρίχορδο είναι το είδος μπουζουκιού που ακούγεται στις αυθεντικές ηχογραφήσεις των ρεμπέτικων της Πειραιώτικης Σχολής και το οποίο πέρασε στη δισκογραφία, στο τοπίο της Λαϊκής Μουσικής, με την εμφάνιση του Μάρκου Βαμβακάρη. Όσο για το τετράχορδο, η πιο γνωστή στις μέρες μας μορφή οχτάχορδου ή τετράχορδου είναι αυτή που λάνσαρε ο Μανόλης Χιώτης προσθέτοντας ένα παραπάνω τέλι στο τρίχορδο μπουζούκι της εποχής του.
Τεχνικές λεπτομέρειες, όσον αφορά τα δύο είδη μπουζουκιών έχω ήδη αναφέρει στο άρθρο ΤΡΙΧΟΡΔΟ ΚΑΙ ΤΕΤΡΑΧΟΡΔΟ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙ ΚΑΙ ΔΕΞΙΟΤΕΧΝΙΑ. Εδώ, θα μιλήσουμε για το ποιο από τα δυο είδη μπουζουκιού παράγει αυθεντικότερη μουσική, ζήτημα για το οποίον οι γνώμες διχάζονται. Υπάρχουν βέβαια κι αυτοί που υποστηρίζουν ότι, για το πώς θα αποδοθεί καλλίτερα μια μελωδία, δεν έχει σημασία τι είδος μπουζουκιού – ή οποιουδήποτε άλλου οργάνου-παίζει κάποιος σολίστας, αλλά ο τρόπος με τον οποίον παίζει αυτό το όργανο. Σίγουρα, σε γενικές γραμμές, κάτι τέτοιο ισχύει. Όμως, ειδικότερα σε σχέση με το μπουζούκι- άλλωστε μόνο γι’ αυτό μπορώ να εκφέρω γνώμη - πιστεύω πως το τρίχορδο προσφέρει στον σολίστα τη δυνατότητα να επιδείξει τις δεξιοτεχνικές του ικανότητες περισσότερο απ’ ό,τι το τετράχορδο. Βέβαια το τετράχορδο δίνει στον σολίστα τη δυνατότητα για περισσότερη ευχέρεια στο παίξιμο. Για του λόγου το αληθές θα ήθελα να αναφερθώ στον αλησμόνητο λαϊκό συνθέτη και δεξιοτέχνη σολίστα του τρίχορδου Μιχάλη Γενίτσαρη. Στη συνέντευξη που είχε δώσει στον Άρη Σκιαδόπουλο και η οποία μεταδόθηκε από την τηλεοπτική εκπομπή του τελευταίου ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ, ο καλλιτέχνης αναφέρει περίπου τα εξής: η ευκολία στο παίξιμο του τετράχορδου σε σχέση με του τρίχορδου έγκειται στο ότι η απόσταση μεταξύ των μουσικών φθόγγων είναι μικρότερη στο τετράχορδο απ’ όσο στο τρίχορδο. Αυτό προσφέρει τη δυνατότητα στον σολίστα του τετράχορδου να παίζει με μεγαλύτερη ταχύτητα.
Σίγουρα η δεξιοτεχνία είναι μια ικανότητα η οποία, από τον καιρό που ο Μανόλης Χιώτης μετέτρεψε το μπουζούκι από τρίχορδο σε τετράχορδο, έχει ταυτιστεί με την ταχύτητα. Για μένα όμως, όπως έχω επανειλημμένα τονίσει, το αν κάποιος μπουζουξής διαθέτει την ικανότητα του δεξιοτέχνη, δεν σχετίζεται απαραιτήτως με τον ταχύ ή όχι ρυθμό παιξίματος, αλλά μάλλον με το πόσο ευρύ ήχο μπορεί να δημιουργήσει κατά την απόδοση της μελωδίας. Και όπως σημειώνει και πάλι ο Μιχάλης Γενίτσαρης, η μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ των φθόγγων είναι εκείνη που δημιουργεί την ευρύτητα και άρα το παίξιμο του τρίχορδου είναι πιο γλυκόηχο σε σχέση με του τετράχορδου.
Κλείνοντας, θα ήθελα να προσθέσω ότι στο άρθρο που μνημονεύεται στην αρχή αυτού του κειμένου, από άγνοια ή λάθος, αναφέρω πως το κούρδισμα του τετράχορδου μπουζουκιού είναι Ντο, Φα, Λα, Ρε. Σύμφωνα όμως με τον Παναγιώτη Κουνάδη και με όσα υποστηρίζει στον τόμο 14 των βιβλίων που συνοδεύουν τη σειρά δίσκων 'Τα Ρεμπέτικα', το κούρδισμα του τετράχορδου είναι Ρε, Λα, Ρε, Σολ. Αν λοιπόν κατέγραψα λανθασμένη πληροφορία, αυτό δεν οφείλεται στην δική μου αμέλεια να το ψάξω. Εκείνος που με ενημέρωσε σχετικά, πήρε αυτή την πληροφορία από κάποιον που έπαιζε τετράχορδο μπουζούκι, άρα, υπέθεσα ότι έπρεπε να γνωρίζει αυτή διαδικασία. Αναφέρομαι στη συγκεκριμένη λεπτομέρεια όχι βέβαια για να δικαιολογήσω την αβλεψία μου, αλλά για να αποκαταστήσω την λανθασμένη πληροφορία που έδωσα στους αναγνώστες μου.

Π. Σκούρτης
29/9/2010

12 Οκτ 2010

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΛΛΙΑΣ

Ο ΛΑΙΚΟΣ ΕΡΜΗΝΕΥΤΗΣ ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΛΛΙΑΣ, Ο ΧΡΥΣΟΣ ΔΙΣΚΟΣ ΤΟΥ, ΤΟ ΝΕΟ ΚΥΜΑ ΚΑΙ Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ

Σήμερα στον λαϊκό μουσικό χώρο σπανίζουν οι εκπρόσωποι του τραγουδιού που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν γνήσιοι λαϊκοί καλλιτέχνες. Βέβαια ερμηνευτές και ερμηνεύτριες που διαθέτουν εκφραστικότητα και μπορούν να αποδώσουν σωστά τα λαϊκά τραγούδια, υπάρχουν αρκετοί. Όμως, πιστεύω ότι λίγοι είναι εκείνοι που ερμηνεύοντας, χρωματίζουν τη φωνή τους ακριβώς με την κατάλληλη δόση από το πάθος και το μεράκι που απαιτείται, ιδιαίτερα για την ερμηνεία τραγουδιών τα οποία ανήκουν στο συγκεκριμένο μουσικό είδος. Ένας καλλιτέχνης από αυτούς τους λίγους, που όμως χάθηκε πρόωρα, ήταν ο τραγουδιστής Κώστας Κόλλιας.
Ο Κόλλιας έγινε ευρύτερα γνωστός το 1980, όταν έκανε επιτυχία το τραγούδι ‘Έρωτά μου Αγιάτρευτε’. Το συγκεκριμένο τραγούδι έδωσε τον τίτλο σε μια ολοκληρωμένη δισκογραφική δουλειά όπου, σε όλα τα κομμάτια, τη μουσική είχε γράψει ο Τάκης Σούκας και τους στίχους ο Ηρακλής Παπασιδέρης. Οι ίδιοι συντελεστές δημιούργησαν για τη φωνή του Κόλλια μια ακόμη σειρά τραγουδιών - της οποίας δεν γνωρίζω τον τίτλο-, ενώ ακολούθησε ένας δίσκος με μουσική του μπουζουξή Αντώνη Κατινάρη, που είχε τίτλο ΜΠΟΥΖΟΥΚΟΚΕΛΑΙΔΙΣΜΑΤΑ. Τρεις δημιουργίες του Αντώνη Κατινάρη υπάρχουν, μεταξύ άλλων τραγουδιών, και στο άλμπουμ ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΛΛΙΑΣ - Ο ΧΡΥΣΟΣ ΔΙΣΚΟΣ, το οποίο μάλλον δημιουργήθηκε μετά το θάνατο του ερμηνευτή. Αυτά τα τρία τραγούδια του Κατινάρη ηχογραφήθηκαν το 1978. Δεν γνωρίζω αν, αργότερα, είχαν περιληφθεί και στην ολοκληρωμένη δισκογραφική δουλειά του συνθέτη με ερμηνευτή τον Κόλλια, ΜΠΟΥΖΟΥΚΟΚΕΛΑΙΔΙΣΜΑΤΑ, που - σύμφωνα με τον ερευνητή Κώστα Μπαλαχούτη - ηχογραφήθηκε το 1982. Οι τίτλοι αυτών των τριών τραγουδιών είναι: ‘Δώδεκα η Ώρα Νταν’, ‘Γυρνώ Ξενύχτης’ και ‘Νιτσί Καλέ’. Έχω την εντύπωση πως το τραγούδι ‘Νιτσί Καλέ’ δεν είναι από αυτά που πρωτοείπε ο Κόλλιας, αλλά μάλλον το είχε πρώτος τραγουδήσει ο Στράτος Διονυσίου. Πιθανότατα, ο τίτλος να παραπέμπει στο Ιτσί Καλέ που, αν δεν κάνω λάθος, ήταν μια περιοχή της Σμύρνης, αλλά για χιουμοριστικούς λόγους ή και για τις ανάγκες καλύτερης απόδοσης του στίχου από τον τραγουδιστή, να έγινε ‘Νιτσί Καλέ’.
Εδώ θα ήθελα να κάνω μια παρένθεση και να επισημάνω πως μέχρι και κάποια χρόνια πριν, μιλώντας κανείς για χρυσό δίσκο, δεν εννοούσε μόνον αυτόν που, ανεξαρτήτως ποιότητας του περιεχομένου του, είχε κάνει ορισμένο αριθμό πωλήσεων, αλλά κι εκείνον που περιελάμβανε πράγματι τα καλύτερα τραγούδια των καλλιτεχνών. Αυτό διαπιστώνεται ακούγοντας μεταξύ άλλων και τους χρυσούς δίσκους των Βαγγέλη Περπινιάδη και Παναγιώτη Μιχαλόπουλου, ενώ ισχύει και για τον ερμηνευτή του οποίου ο χρυσός δίσκος κυρίως σχολιάζεται σε αυτό το άρθρο.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στον ίδιο τον Κώστα Κόλλια, για να πούμε ότι η χρονιά που έγινε ιδιαίτερα γνωστός μπορεί να ήταν το 1980, ωστόσο, μελετώντας τα στοιχεία που καταγράφονται στο άλμπουμ ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΛΛΙΑΣ Ο ΧΡΥΣΟΣ ΔΙΣΚΟΣ, διαπιστώνει κανείς πως υπάρχουν ηχογραφήσεις του τραγουδιστή που έγιναν πολύ νωρίτερα, ακόμα και πριν από τη συνεργασία του με τον Κατινάρη και συγκεκριμένα από το 1976, όταν ερμήνευσε κάποιες συνθέσεις των Βασίλη Βασιλειάδη και Γιώργου Μπούρα. Με την ευκαιρία αυτή να πούμε ότι στο περιοδικό ΛΑΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ και συγκεκριμένα στο τεύχος των μηνών Μαϊου-Ιουνίου2010, το ‘Αν Σε Χάσω, Αν…’ καταγράφεται ως τίτλος δίσκου στη δισκογραφία του Βασιλειάδη. Σύμφωνα με τον Γιώργο Τσάμπρα, η μουσική του κομματιού με τον προαναφερόμενο τίτλο ανήκει στον Μπούρα και ως σύνθεση του ίδιου καταγράφεται και στο άλμπουμ ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΛΛΙΑΣ-Ο ΧΡΥΣΟΣ ΔΙΣΚΟΣ. Όμως δεν αποκλείεται, στο παρελθόν, ο τίτλος αυτού του τραγουδιύ να είχε χρησιμοποιηθεί ως ονομασία κάποιου δίσκου του Κόλλια ο οποίος μα περιελάμβανε συνθέσεις και του Μπούρα και του Βασιλειάδη.
Ο μπουζουξής Γιώργος Μπούρας είναι ο συνθέτης πολλών τραγουδιών που ερμήνευσε ο Γιώργος Μαργαρίτης στα πρώτα του βήματα. Προσωπικά πάντως προτιμώ τα τραγούδια που ο συγκεκριμένος δημιουργός συνέθεσε για να τα αποδώσει ο Κώστας Κόλλιας από αυτά για τον Μαργαρίτη. Πιστεύω πως η φωνή του τελευταίου αξιοποιήθηκε πολύ αργότερα σε τραγούδια άλλων συνθετών. Παρεμπιπτόντως, ο Μπούρας έχει δημιουργήσει και τραγούδια για τη φωνή του Γιάννη Κόλλια, αδελφού του Κώστα.
Το μόνο κομμάτι που δεν με ικανοποιεί από το άλμπουμ ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΛΛΙΑΣ - Ο ΧΡΥΣΟΣ ΔΙΣΚΟΣ, είναι το τραγούδι ‘Τα Μάτια σου τ’ Αράπικα’. Ο λόγος γι’ αυτό δεν είναι πως η ερμηνεία του τραγουδιστή υστερεί συγκρίνοντάς την με άλλα τραγούδια του ίδιου δίσκου, αλλά το ότι υπάρχει από μέρους μου μια έντονη υποψία πως εδώ έχει χρησιμοποιηθεί μέρος, τόσο της μελωδίας όσο και του στίχου, από το τραγούδι ‘Αλεξανδριανή Φελάχα’, όχι του Μάρκου αλλά του Γιάννη Παπαϊωάννου.. Κι αυτό, χωρίς να κάνουν τον κόπο, τόσο ο Μπούρας όσο και η στιχουργός Παρασκευή Πολίτου, για την απαραίτητη τροποποίηση έτσι ώστε να μη γίνεται αντιληπτό. Σε αυτό το σημείο να προσθέσουμε πως η Παρασκευή Πολίτου έχει γράψει τους στίχους σε όλα τα τραγούδια του Μπούρα τα οποία περιλαμβάνονται σε αυτό το άλμπουμ.
Παρενθετικά να πω ότι δεν γνωρίζω αν η Πολίτου έχει κάποια συγγένεια με τον Δημήτρη Πολίτη, ιδρυτή και διευθυντή της μικρής δισκογραφικής εταιρείας ΠΟΛΥΦΩΝ στην οποία, μεταξύ άλλων συνθετών, έδινε τραγούδια και ο Μπούρας και όπου ηχογραφούσαν τόσο ο Κόλλιας όσο και ο Μαργαρίτης όταν πρωτοξεκίνησε. Σήμερα η ΠΟΛΥΦΩΝ δεν υπάρχει. Τα δικαιώματα των τραγουδιών που ηχογραφούνταν εκεί έχουν αγοραστεί από άλλη εταιρία. Ο Κώστας Κόλλιας είχε μεταγραφεί στη ΜΙΝΟΣ και στον επόμενο δίσκο του επρόκειτο να περιληφθούν τραγούδια σε μουσική Αντώνη Ρεπάνη. Μ’ όλο που ο ερμηνευτής απ’ αυτή τη δουλειά δεν πρόλαβε να ηχογραφήσει παρά μόνον έξη κομμάτια - αφού σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό - ο δίσκος τελικά συμπληρώθηκε με κάποια τραγούδια του ίδιου συνθέτη που απέδωσε η Έλενα Κωστή, μια εκπρόσωπος του μουσικού ρεύματος που παλιότερα είχε χαρακτηριστεί ως Ελληνικό Νέο Κύμα. Άλλοι καλλιτέχνες- εκπρόσωποι αυτού του μουσικού ρεύματος ήσαν η τραγουδίστρια Αρλέτα και ο συνθέτης Γιάννης Σπανός, ενώ στο ίδιο ρεύμα είχε ενταχθεί, στα πρώτα του βήματα, και ο τραγουδοποιός Διονύσης Σαββόπουλος.
Κλείνοντας, θα ήθελα να πω ότι θεωρώ πως εφάμιλλης αξίας τραγουδιστής με τον Κώστα Κόλλια είναι ο Στράτος Γεωργιόπουλος, εγγονός του κορυφαίου ερμηνευτή Παγιουμτζή. Όμως ξεκαθαρίζω το εξής: Πιστεύω πως αυτό ισχύει μόνο από πλευράς ‘στόφας’ στη φωνή και όχι ομοιότητας στην ερμηνεία.


Π. Σκούρτης
21 - 8 - 2010

9 Οκτ 2010

ΣΠΥΡΟΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ

Η ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΟΥ ΜΠΟΥΖΟΥΞΗ ΣΠΥΡΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ
ΚΑΙ ΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ


Όταν έγραφα για την καλλιτεχνική πορεία του μπουζουξή Γιάννη Σταματίου ή Σπόρου - με αφορμή την κυκλοφορία του δίσκου του ΜΕ ΧΑΜΗΛΩΜΕΝΑ ΦΩΤΑ- σε κάποιο σημείο του άρθρο ανέφερα και τους αδελφούς Ευσταθίου. Ο μεγαλύτερος, Μήτσος, που διακρίθηκε περισσότερο ως ερμηνευτής αλλά ήταν και μπουζουξής, έφυγε για πάντα από κοντά μας εδώ και αρκετά χρόνια. Όπως πληροφορήθηκα από το περιοδικό Λαϊκό Τραγούδι και συγκεκριμένα από το τεύχος των μηνών Μαϊου-Ιουνίου 2010, ο νεώτερος, ο Σπύρος - περισσότερο σολίστας του μπουζουκιού παρά τραγουδιστής - πέθανε πρόσφατα σε ηλικία 82 ετών.
Σχετικά με τον καλλιτέχνη τον οποίο μόλις ανέφερα, αντί να καταθέσω γεγονότα για τα οποία ίσως έχουν ειπωθεί και γραφτεί πολλά, προτιμώ να μιλήσω για μια προσωπική εμπειρία. Κατά την δεκαετία του 80, έτυχε να βρίσκομαι στην Αμερική. Κάποια στιγμή λοιπόν, την περίοδο κατά την οποία διέμενα στη Φλόριντα, στο Μαϊάμι, στο Πανεπιστήμιο όπου φοιτούσα, πραγματοποιήθηκε ένα καλλιτεχνικό δρώμενο. Επρόκειτο για κάποια εκδήλωση που έγινε με αφορμή την παρουσίαση μιας ταινίας η οποία είχε ως θέμα τα Ρεμπέτικα. Τίτλος της: REBETIKA: THE BLUES OF GREECE. Στο σχετικό γλέντι που ακολούθησε την προβολή της ταινίας, οι πενιές του σολίστα που είχε κληθεί να παίξει μπουζούκι, με συγκλόνισαν. Εντυπωσιάστηκα από το γεγονός ότι μπορεί να υπάρχουν τόσο σπουδαίοι μπουζουξήδες στο εξωτερικό. Τελικά αποδείχθηκε ότι αυτός ο καταπληκτικός δεξιοτέχνης ήταν ο Σπύρος Ευσταθίου. Εκείνος, με τη σειρά του, φάνηκε εντυπωσιάζεται από το εξής: Ενώ τα τραγούδια που του ζητούσαν οι άλλοι να παίξε, ήσαν λίγο πολύ γνωστά και χιλιοτραγουδισμένα ρεμπέτικα, η δική μου ‘παραγγελιά’ ήταν το ‘Ένας Μάγκας στο Βοτανικό’. Επρόκειτο για την παραλλαγή του τραγουδιού που βγήκε στο όνομα των Στελάκη Περπινιάδη και Χαράλαμπου Βασιλειάδη, την οποία ερμήνευσε σε δίσκο ο Στέλιος Καζαντζίδης όταν η φωνή του ήταν πολύ διαφορετική από αυτή που γνωρίσαμε αργότερα. Επισημαίνω τα περί παραλλαγής, γιατί, ως γνωστόν, στην ουσία πρόκειται για αδέσποτο κομμάτι.
Ο Σπύρος Ευσταθίου, που ήταν ο πρώτος από τους εκπρόσωπους του Ρεμπέτικου τους οποίους γνώρισα από κοντά, υπήρξε ένας πολύ εγκάρδιος και προσηνής άνθρωπος. Αργότερα, το 1993 τον συνάντησα και στην Ελλάδα, όταν πήγα και τον βρήκα να παίζει στο γνωστό στέκι του Μιχάλη Δασκαλάκη στο Πικέρμι. Το Κέντρο αυτό ονομαζόταν Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ και σήμερα δεν υπάρχει, όπως άλλωστε και ο δημιουργός του. Νομίζω πως το αναφερόμενο στέκι πρέπει να έκλεισε αρκετά χρόνια πριν από τον θάνατο του Δασκαλάκη. Και επισημαίνω κάτι τέτοιο, γιατί είναι γνωστό πως το σπίτι όπου διέμενε ο ‘Δάσκαλος’ όταν εμφανιζόταν στο μαγαζί, βρισκόταν στον ίδιο χώρο μ’ αυτόν της δουλειάς του, ενώ τα τελευταία χρόνια ο γνωστός λαϊκός βάρδος κατοικούσε στα Καλύβια Αττικής. Αν δεν κάνω λάθος, ο Μιχάλης Δασκαλάκης έφυγε για πάντα από κοντά μας στις 31 Ιανουαρίου του 2003 ή 2004.
Όμως για να επανέλθω στην επανασυνάντησή μου με τον ‘μπάρμπα Σπύρο’, στο στέκι Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ, αν και δεν κατορθώσαμε να πούμε πολλά, διαπίστωσα ότι με θυμόταν ακόμα. Δυστυχώς, κάποια χρόνια μετά, ο Σπύρος Ευσταθίου επέστρεψε και πάλι στην Αμερική, όχι όμως στο Μαϊάμι αλλά στην Αριζόνα ,όπου και πέθανε.
Αρκετό καιρό μετά από τη συνάντηση με τον Σπύρο στο κέντρο Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ, γνώρισα και τον αδελφό του το Μήτσο, αλλά οι αναμνήσεις από τη συμπεριφορά του απέναντί μου δεν μου είναι και πολύ ευχάριστες. Παρόλ’ αυτά πρέπει να πω ότι εκ των υστέρων χαίρομαι πολύ που τον συνάντησα γιατί η εμπειρία αυτή, μ’ όλο που ήταν αρνητική, δεν επηρέασε καθόλου την πεποίθησή μου ότι υπήρξε μεγάλος ερμηνευτής.


Π. Σκούρτης
30 -8 -2010

28 Σεπ 2010

ΣΠΟΡΟΣ: Νέος Δίσκος

Η ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΜΠΟΥΖΟΥΞΗ ΓΙΑΝΝΗ ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
ΚΑΙ Ο ΝΕΟΣ ΔΙΣΚΟΣ ΤΟΥ ΜΕ ΧΑΜΗΛΩΜΕΝΑ ΦΩΤΑ

Ο Γιάννης Σταματίου δεν είναι μόνο ένας δεξιοτέχνης σολίστας του μπουζουκιού, αλλά ανήκει και στους κορυφαίους του είδους. Στον χώρο της Ρεμπέτικης και Λαϊκής Μουσικής τον έμπασαν οι προγενέστεροι ομότεχνοί του, τα αδέλφια Μήτσος και Σπύρος Ευσταθίου. Παρενθετικά να πούμε πως ο Μήτσος Ευσταθίου πολύ πριν από το 1967 - την εποχή που άρχισε να εμφανίζεται ως ερμηνευτής - είχε διατελέσει και μπουζουξής. Ωστόσο, αυτός που ανέδειξε τον Σταματίου ήταν ο Μανόλης Χιώτης, ο οποίος, επειδή ο Γιάννης ήταν πολύ μικρός όταν πρωτοξεκίνησε, του κόλλησε και το παρατσούκλι ‘Σπόρος’.
Ο Σπόρος εξελίχτηκε σε τόσο κορυφαίο δεξιοτέχνη που συχνά, όταν δεν μπορούσε να παίξει ο Χιώτης σε ηχογραφήσεις τραγουδιών του, τον αντικαθιστούσε εκείνος. Εκτός όμως από συνθέσεις του Χιώτη έχει παίξει και σε αναρίθμητα τραγούδια άλλων. Μια περίπτωση όπου η πενιά του είναι χαρακτηριστική, αποτελεί η ηχογράφηση του τραγουδιού ‘Το Πουκάμισο’, το οποίο είναι δημιουργία του Βασίλη Τσιτσάνη. Στην παραλλαγή όπου παίζει ο Σταματίου - το διατυπώνω έτσι γιατί δεν γνωρίζω αν αυτή είναι η μόνη ηχογράφηση του αναφερόμενου κομματιού – τραγουδάει ο Στέλιος Καζαντζίδης.
Στη δεκαετία του ‘50 ο Σπόρος ήταν μεταξύ πολλών εκπροσώπων του Ρεμπέτικου που, όπως και τόσοι άλλοι, αποφάσισαν να μεταναστεύσουν στην Αμερική. Λέγεται μάλιστα πως αρκετοί απ’ όσους πήραν αυτή την απόφαση όταν γύρισαν στην Ελλάδα είχαν πλέον ξεχαστεί και δεν ήταν εύκολο να ενταχθούν και πάλι στο χώρο. Μεταξύ αυτών ήσαν ο Χάρης Λεμονόπουλος, ο Γιάννης Τατασόπουλος, ο Δημήτρης Στεργίου ή Μπέμπης και διάφοροι άλλοι.
Κατά την προσωπική μου γνώμη - τουλάχιστον όσον αφορά τους σολίστες – τούτο συνέβη και για τον εξής λόγο: κατά τη διαμονή τους στο εξωτερικό αποφάσισαν να υιοθετήσουν έναν τρόπο παιξίματος που ήταν πολύ πιο εφετζίδικος από αυτόν που χρησιμοποιούσαν πριν, προκειμένου να εντυπωσιάζουν τους μετανάστες. Μετά την επιστροφή τους στην Ελλάδα λοιπόν, αυτός ο ‘εισαγόμενος’ τρόπος ίσως να μην ήταν αποδεκτός από τους υπεύθυνους των δισκογραφικών εταιριών αλλά κυρίως από τους ντόπιους φίλους του Ρεμπέτικου.
Ο Γιάννης Σταματίου έχει, εκτός των άλλων, ηχογραφήσει και τρεις σολιστικούς δίσκους, που όλοι κυκλοφορούν από την εταιρία ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ. Το ΣΠΟΡΟΣ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ, ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΑΝΤΑΥΓΕΙΕΣ και τελευταία το ΜΕ ΧΑΜΗΛΩΜΕΝΑ ΦΩΤΑ. Σε αντίθεση με τους δυο προηγούμενους που περιλαμβάνουν κομμάτια τα οποία χαρακτηρίζονται από τον τρόπο παιξίματος που αναφέραμε πιο πάνω, στο ΜΕ ΧΑΜΗΛΩΜΕΝΑ ΦΩΤΑ το παίξιμο είναι περισσότερο δεξιοτεχνικό και λιγότερο εφετζίδικο.
Σύμφωνα με συνέντευξη του σολίστα στον Γιώργο Τσάμπρα, την ιδέα του τίτλου εμπνεύστηκε από το γεγονός ότι αποφάσισε να παίξει όλα τα κομμάτια σε νυχτερινές ώρες. Όμως, ακόμα και τη συγκεκριμένη λεπτομέρεια να μη γνωρίζαμε, μας δημιουργείται μια τέτοια εντύπωση καθώς τα κομμάτια του δίσκου διαπνέονται από μια ξεχωριστή απαλότητα. Δηλαδή, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο πρόσφατος δίσκος του Γιάννη Σταματίου ΜΕ ΧΑΜΗΛΩΜΕΝΑ ΦΩΤΑ, περιλαμβάνει μελωδίες που όχι μόνο αποδίδονται με δεξιοτεχνικό τρόπο, αλλά είναι και ατμοσφαιρικές.
Κλείνοντας, θα ήθελα να προσθέσω ότι ανήκω σ’ αυτούς τους υποστηρικτές της λαϊκής μουσικής που πιστεύουν ότι το εντυπωσιακό παίξιμο δεν συμβαδίζει απαραιτήτως με το δεξιοτεχνικό. Ας μην ξεχνάμε πως από τον καιρό που ο Μανόλης Χιώτης μετέτρεψε το τρίχορδο μπουζούκι της εποχής του σε τετράχορδο, αυτοί οι δύο τρόποι παιξίματος τείνουν να ταυτίζονται. Βέβαια κάτι τέτοιο δεν σημαίνει ότι ένας δεξιοτέχνης σολίστας που σέβεται τον εαυτό του δεν θα έχει και στιγμές που επιθυμεί να εντυπωσιάσει. Όμως θεωρώ ότι ο εντυπωσιασμός δεν πρέπει να γίνεται αυτοσκοπός. Με άλλα λόγια, πρωταρχικό μέλημα ενός δεξιοτέχνη σολίστα πρέπει να είναι το να δημιουργήσει στον ακροατή και άλλα συναισθήματα πέραν του εντυπωσιασμού.

Π. Σκούρτης
20/8/2010

11 Αυγ 2010

ΚΑΡΔΑΣΗΣ - ΓΕΡΑΜΑΝΗΣ

ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΡΔΑΣΗΣ
ΠΑΝΟΣ ΓΕΡΑΜΑΝΗΣ ΣΕ ΔΡΟΜΟΥΣ ΛΑΙΚΟΥΣ


ΕΝΑΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΓΡΑΦΕΙ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΕΡΕΥΝΗΤΗ ΤΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΑΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ

Ο Βασίλης Καρδάσης, καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης, έγραψε ένα βιβλίο για τον αξέχαστο δημοσιογράφο, αθλητικογράφο, μα κυρίως ακούραστο ερευνητή του Λαϊκού Τραγουδιού Πάνο Γεραμάνη. Το βιβλίο έχει τίτλο ΠΑΝΟΣ ΓΕΡΑΜΑΝΗΣ ΣΕ ΔΡΟΜΟΥΣ ΛΑΙΚΟΥΣ και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΑΓΚΥΡΑ.
Πιστεύω πως ο δημιουργός αυτού του συγγραφικού πονήματος έχει καταπιαστεί μ’ ένα ιδιαίτερα δύσκολο έργο. Το να εξιστορήσει κανείς τη ζωή κάποιου άλλου χωρίς να προσφύγει σε μυθοπλασία, ούτως ή άλλως το θεωρώ δύσκολο. Πόσο μάλλον όταν ο άνθρωπος του οποίου η ζωή ερευνάται και περιγράφεται, είχε ο ίδιος ταχθεί στο να ερευνά τις ζωές άλλων και να καταγράφει ενδιαφέρουσες καταστάσεις και γεγονότα γύρω απ’ αυτές. Εδώ, είναι σημαντικό να πούμε ότι, σ’ αυτό το βιβλίο ο Καρδάσης κατορθώνει να αποφύγει τον σκόπελο της απλής αναφοράς σε πληροφορίες που θα θεωρούσαμε τετριμμένες και συνεπώς θα καθιστούσαν την ανάγνωση του πονήματος ανιαρή και βαρετή. Δηλαδή, δεν μας προσφέρει μια βιογραφία στην οποία παραθέτει μόνο στοιχεία για το πότε ο Πάνος Γεραμάνης γεννήθηκε ή για το πότε και πως έκανε αυτό ή εκείνο. Αντιθέτως, παράλληλα με τα γεγονότα που συνθέτουν τη ζωή του βιογραφούμενου, μας μεταφέρει και το κλίμα της εποχής κατά την οποία γεννήθηκε, έζησε και δημιούργησε ο Γεραμάνης.
Ο Πάνος Γεραμάνης είδε το φως της ζωής το 1945, μια εποχή που σημάδεψε καθοριστικά την κοινωνικοπολιτική ιστορία της πατρίδας μας.. Έτσι οι νεότεροι αναγνώστες πληροφορούνται για τα κοινωνικά φαινόμενα που επικρατούσαν εκείνη την περίοδο όπως και για κάποια από τα επόμενα χρόνια. Για παράδειγμα, ένα τέτοιο φαινόμενο αποτέλεσε η φυγή πολλών ανθρώπων από την περιφέρεια, τόσο προς την πρωτεύουσα όσο και προς το εξωτερικό. Επρόκειτο για ένα φαινόμενο που δημιούργησαν, μεταξύ άλλων, οι μετεμφυλιακές συνθήκες και ό,τι αυτές συνεπάγονταν.
Παρόμοια φαινόμενα εκείνη την εποχή ήσαν επίσης η προσήλωση του κόσμου στο ραδιόφωνο και η ανάπτυξη του ποδοσφαίρου ως λαοφιλούς αθλήματος των Ελλήνων. Η προσήλωση στο ραδιόφωνο ήταν το έναυσμα που δημιούργησε το ενδιαφέρον του Πάνου τόσο για το Λαϊκό Τραγούδι, όσο και για το ποδόσφαιρο, δυο κοινωνικά φαινόμενα που την αγάπη του γι αυτά την πέρασε στον κόσμο με το ίδιο πάθος.
Την ταχτική του Καρδάση να εντάσσει τα γεγονότα από τη ζωή του βιογραφούμενου στο κλίμα της περιόδου κατά την οποία αυτός ανδρώθηκε, ακλουθούν και οι ερευνητές του Ρεμπέτικου Νέαρχος Γεωργιάδης και Τάνια Ραχματούλινα. Αυτό ισχύει σε σχέση με τα βιβλία που οι αυτοί οι δυο ερευνητές έγραψαν από κοινού για τον Θόδωρο Δερβενιώτη και τον Κώστα Παπαδόπουλο. Θεωρώ ότι μια τέτοια προσέγγιση έχει οπωσδήποτε πολύ περισσότερο ενδιαφέρον από την ξερή παράθεση περιστατικών, αφού μ’ αυτόν τον τρόπο, εμμέσως μεν πλην σαφώς, ο συγγραφέας μεταφέρει στον αναγνώστη δεδομένα που ασφαλώς συνετέλεσαν στο να διαμορφώσουν το χαρακτήρα και την πορεία του βιογραφούμενου. Αρκεί βέβαια ο βιογράφος να γνωρίζει πως να περνάει ομαλά από την καταγραφή του γενικότερου κοινωνικού κλίματος σε αυτή των προσωπικών γεγονότων. Τόσο ο Καρδάσης όσο και ο Γεωργιάδης με την Ραχματούλινα το πετυχαίνουν αυτό στα πονήματά τους. Τα βιβλία των δύο τελευταίων, που έχουν τίτλο Ο ΘΟΔΩΡΟΣ ΔΕΡΒΕΝΙΩΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΤΕΜΦΥΛΙΑΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ και Ο ΠΑΓΚΑΝΙΝΙ ΤΟΥ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙΟΥ, κυκλοφορούν και τα δυο από τις εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ.
Κλείνοντας όμως ας ξαναγυρίσουμε στον Πάνο Γεραμάνη. Σε είδηση η οποία αναρτήθηκε στο Διαδίκτυο σχετικά με την κυκλοφορία του βιβλίου που σχολιάζεται εδώ, ο Βαγγέλης Βαγγελάτος έγραφε πως ο ερευνητής ‘έφυγε’ το 2003. Πρόκειται για λανθασμένη πληροφορία. Είναι γνωστό πως το μοιραίο συνέβη δυο χρόνια αργότερα, δηλαδή το 2005. Επίσης, με την ευκαιρία αυτή, θα ήθελα να αναφερθώ σε κάποια λεπτομέρεια που είχα παραλείψει σε άρθρο που έγραψα μετά το θάνατο του Πάνου, και που αφορούσε το Πρόγραμμα ‘ΛΑΙΚΟΙ ΒΑΡΔΟΙ’ που ο Γεραμάνης παρουσίαζε στο Ραδιόφωνο. Ενώ τα τελευταία χρόνια αυτή η εκπομπή μεταδιδόταν στη συχνότητα των 103,7 στις επτά με οκτώ το βράδυ, τον πρώτο καιρό μετάδοσής της από την Ελληνική Ραδιοφωνία την παρουσίαζε από τη συχνότητα των 93,6 στις τέσσερις με πέντε το απόγευμα.

Π. Σκούρτης
7 -8 -2010

9 Ιουλ 2010

ΤΟ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ‘Ονείρου Ελλάς’, ΟΙ ΣΥΛΛΕΚΤΕΣ ΠΑΛΙΩΝ ΔΙΣΚΩΝ ΜΕ ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ, Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΔΥΟ ΝΕΕΣ ΑΞΙΟΛΟΓΕΣ ΣΥΝΘΕΤΡΙΕΣ

Το πρόγραμμα Ονείρου Ελλάς’ συνεχίζοντας το αφιέρωμα στη δεκαετία του ‘60 και έχοντας μπει πλέον στην περίοδο 1963 –‘64, ακολούθησε το ίδιο μοτίβο με αυτό των εκπομπών από τις 28 Φεβρουαρίου μέχρι και τις 14 Μαρτίου. Με άλλα λόγια, τα περισσότερα από τα τραγούδια που μεταδόθηκαν, δεν ήσαν απ’ αυτά που είχαν ηχογραφηθεί για πρώτη φορά στο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, αλλά έγινε και πάλι μια προσπάθεια να συνδεθούν με κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις εκείνης της περιόδου.

Πριν προχωρήσουμε όμως στην ανάλυση της περιόδου 1963-‘64, θα πρέπει να κάνω μια παρένθεση και να πάω λίγο πίσω στον χρόνο. Περίπου προς τα τέλη του 1959 με αρχές του ‘60 εκτός από την εμφάνιση του όρου Αστικολαϊκό στον χώρο του Τραγουδιού, προέκυψε και μια άλλη εξέλιξη, ίσως με την πρώτη ματιά δυσάρεστη, αλλά πολύ σημαντική για την έρευνα στην Ιστορία του Ρεμπέτικου. Εκείνη την εποχή αποσύρθηκαν οι δίσκοι με τις πρώτες ηχογραφήσεις Ρεμπέτικων, δηλαδή αυτοί των 78 στροφών. Έτσι, ταυτόχρονα, παρουσιάστηκε μια ομάδα ανθρώπων με την επιθυμία και το ζήλο να ερευνήσουν και ν’ ανακαλύψουν στα παλαιοπωλεία τους 78άρηδες δίσκους με το συγκεκριμένο υλικό. Ανάμεσα σε αυτούς τους πρώτους συλλέκτες, που οι λάτρεις του Ρεμπέτικου τους ονόμασαν αργότερα ‘Ρεμπετολόγους’, πιο γνωστός είναι ο αξέχαστος Ηλίας Πετρόπουλος.

Στην εκπομπή που κυρίως θα σχολιαστεί σ’ αυτό το άρθρο έγινε ιδιαίτερη αναφορά στα διάφορα είδη λαϊκής μουσικής που αυτοί οι πρώτοι συλλέκτες άρχισαν να ανακαλύπτουν. Σε συνδυασμό με αυτή την αναφορά μεταδόθηκε το αδέσποτο ρεμπέτικο ‘Δε μου Λέτε, δε μου Λέτε’. Ως εισαγωγή σε αυτό το τραγούδι ο Μάνος Κουτσαγγελίδης απέδωσε έναν αμανέ. Όμως – κατά την άποψή μου- ο ερμηνευτής, σε αντίθεση με άλλες φορές, ‘τράβηξε’ τη φωνή του λίγο περισσότερο απ’ ό,τι ίσως θα έπρεπε. Κάτι ανάλογο είχε συμβεί και με τον Θανάση Ζερλεντέ, αν θυμάμαι καλά ήταν στην εκπομπή της 7ης Μαρτίου.

Καιρός όμως να μπούμε στην περίοδο 1963 –‘64 και σε αναφορές στις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις εκείνης της εποχής. Το 1963 το βασιλικό ζεύγος της Ελλάδος Παύλος και Φρειδερίκη επισκέφτηκε το Λονδίνο. Εκεί, με αφορμή την περίπτωση του Αντώνη Αμπατιέλλου, (σχετικά: αρχείο 1960 –‘63), αποδοκιμάστηκε για τις φυλακίσεις των κουμουνιστών που τη συγκεκριμένη περίοδο λάβαιναν χώρα στην πατρίδα μας.

Ως γνωστόν, στο τραγούδι ‘Χαρέμια με Διαμάντια’ υπάρχει αναφορά σε παλάτια και βασίλισσες. Ήταν λοιπόν με αυτό το κομμάτι που άνοιξε η εκπομπή της 21ης Μαρτίου και το απέδωσε, με την αυθεντικότητα που χαρακτηρίζει την ερμηνεία του, ο Στράτος Γεωργιόπουλος. Αξίζει να σημειωθεί πως το τραγούδι ‘Χαρέμια με Διαμάντια –δημιουργία του Βασίλη Τσιτσάνη- το είχε για πρώτη φορά αποδώσει ερμηνευτικά μαζί με τον συνθέτη ο συνονόματος παππούς του Γεωργιόπουλου, ο αλησμόνητος Στράτος Παγιουμτζής. Πρέπει να πω πως αισθάνθηκα ιδιαίτερα ικανοποιημένος που ο Γεωργιόπουλος κλήθηκε να τραγουδήσει και πάλι ως πρώτη φωνή, δεδομένου ότι στις εκπομπές των προηγούμενων εβδομάδων απλώς συνόδευε κάποιους άλλους καλλιτέχνες από αυτούς που εμφανίζονται στο πρόγραμμα. Εντούτοις, δεν πιστεύω ότι καθυστερώντας να τραγουδήσει πρώτη φωνή σε αυτό το διάστημα, ο Στράτος αδικήθηκε. Και τούτο, γιατί θεωρώ πως τα περισσότερα από τα τραγούδια που μεταδόθηκαν σε αυτές τις εκπομπές δεν θα του ταίριαζαν ως βασικού ερμηνευτή. Το πρόγραμμα της 21ης Μαρτίου έκλεισε επίσης ο ίδιος ερμηνευτής με το κομμάτι Ο Πάρης’. Αυτή η δημιουργία του Γιώργου Μουφλουζέλη αποδόθηκε ακριβώς με τη χιουμοριστική διάθεση που της ταιριάζει αφού – όπως άλλωστε συμβαίνει και με τα περισσότερα τραγούδια του συγκεκριμένου συνθέτη- πρόκειται για σατυρικό κομμάτι. ‘Ο Πάρης’ ίσως να ήταν και το μόνο τραγούδι από όσα μεταδόθηκαν που πρέπει να πρωτοηχογραφήθηκε κατά την περίοδο στην οποία αφιερώθηκε η συγκεκριμένη εκπομπή. Το 1964 ήταν άλλωστε η χρονιά κατά την οποία είχε αρχίσει να γίνεται γνωστός ο Μουφλουζέλης.

Κατά την περίοδο 1963-64 κορυφώθηκαν στην Κύπρο αναταραχές οι οποίες βέβαια είχαν ξεκινήσει πολύ νωρίτερα. Σε συνδυασμό με την αναφορά σε αυτά τα γεγονότα ,μεταδόθηκε το τραγούδι Κυπριακό’. Το κομμάτι, σε μουσική Θέσιας Παναγιώτου, ερμήνευσε με πολλή ευαισθησία η Θεοδοσία Στίγκα. Στην εκπομπή της 16ης Ιανουαρίου μεταδόθηκε ένα άλλο κομμάτι της Παναγιώτου, το ‘Σαμπάχ Αμάν’, το οποίο είχε επίσης αποδώσει η Στίγκα. Όπως σε εκείνο το τραγούδι έτσι και στο ‘Κυπριακό’, οι στίχοι ανήκουν στον επιμελητή και παρουσιαστή του προγράμματος Ονείρου Ελλάς’ και γνωστό σκηνοθέτη Κώστα Φέρρη.

Απ’ όσο γνωρίζω η Θέσια Παναγιώτου είναι ταχτική συνεργάτιδα του Φέρρη. Αυτή συντονίζει το μουσικό μέρος των παραστάσεων που ανεβάζει ο γνωστός σκηνοθέτης για το Ρεμπέτικο, ενώ έχει επίσης αναλάβει τη μουσική επιμέλεια του προγράμματος ‘Ονείρου Ελλάς’. Εντούτοις, μέχρι πρότινος, θεωρούσα ότι ο ρόλος της σ’ αυτά τα δρώμενα ήταν απλώς να διασκευάζει παλιά κομμάτια. Τώρα όμως αποδεικνύεται ότι πρόκειται για τη δεύτερη γυναικεία παρουσία στο χώρο της λαϊκής σύνθεσης, μετά τη Βάσω Αλαγιάννη, η οποία εμπνέεται κομμάτια που μπορεί μεν να είναι σύγχρονα αλλά ταυτόχρονα να είναι γνήσια λαϊκά.

Π. Σκούρτης

29 - 3 -2010

9 Ιουν 2010

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ 2

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ 2
Το 2007 κυκλοφόρησε η συλλογή ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ, ένα βιβλίο με δέκα αστυνομικές ιστορίες οι περισσότερες από τις οποίες είναι γραμμένες από νέους συγγραφείς. Ένα χρόνο αργότερα ακολούθησε το ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ 2 που είναι ανάλογου περιεχομένου. Όπως στο πρώτο έτσι και στο δεύτερο βιβλίο την επιμέλεια ανέλαβε ο δημοσιογράφος Ανταίος Χρυσοστομίδης. Και οι δύο αυτές συλλογές κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ.
Σε αντίθεση με το πρώτο βιβλίο ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ, όπου παρουσιάζονται ιστορίες δέκα συγγραφέων, οι συμμετέχοντες στη συλλογή ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ 2 είναι δεκατρείς. Κάποιοι από τους συγγραφείς που είχαν συμμετάσχει και στην πρώτη συλλογή, έχουν δώσει κείμενά τους και στην παρούσα. Πρόκειται για τους Ανδρέα Αποστολίδη, Αθηνά Κακούρη, Πέτρο Μάρκαρη, Πέτρο Μαρτινίδη, Τιτίνα Δανέλλη και Φίλιππο Φιλίππου. Από τους υπόλοιπους, άλλοι είναι ήδη γνωστοί και άλλοι, μ’ όλο που ήταν ήδη παρόντες στα Γράμματα, εμφανίζονται για πρώτη φορά στον χώρο της Αστυνομικής Λογοτεχνίας. Εξαίρεση αποτελεί ο Ιερώνυμος Λύκαρης, ο οποίος, με το κείμενό του ΚΑΝΕΝΑ ΕΛΕΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΛΛΙΤΕΡΟΥΣ ΜΑΣ ΦΙΛΟΥΣ, κάνει εδώ το συγγραφικό του ντεμπούτο.
Στο πρώτο βιβλίο τα στοιχεία του ψυχογραφήματος κι αυτά του αστυνομικού μυστηρίου φαίνεται να παίζουν εξίσου ουσιαστικό ρόλο, γιατί υπάρχουν στιγμές που το ψυχογράφημα βοηθάει ώστε να ενεργοποιηθεί η φαντασία του αναγνώστη και να φτάσει μόνος του στη λύση. Αντίθετα, στα ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ 2 τα στοιχεία που συνθέτουν το ψυχογράφημα είναι εντονότερα εκείνων της κλασικά αστυνομικής πλοκής. Πολλά από τα διηγήματα που δημοσιεύονται σε αυτή τη συλλογή δεν μπορούμε να τα χαρακτηρίσουμε ως αστυνομικές ιστορίες με την τυπική έννοια του όρου. Αν επιχειρούσαμε κάτι τέτοιο, θα διαπιστώναμε πως συχνά υπάρχουν σημεία που φαίνονται ως κενά και ασάφειες και τα οποία δυσκολεύουν τον αναγνώστη να καταλάβει πού οδηγεί τα πράγματα ο συγγραφέας. Για παράδειγμα, το διήγημα του Ανδρέα Αποστολίδη IN THE PINEWOOD, με την πρώτη ματιά δεν φαίνεται να έχει καμιά απολύτως συνοχή, αλλά τελικά αποδεικνύεται ότι πρόκειται για τις περιπτώσεις διαφόρων εγκληματικών τύπων οι οποίοι, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, κατορθώνουν να επιπλέουν στην κοινωνία. Επίσης ασαφείς θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν οι ιστορίες ΒΑΘΙΑ ΓΑΛΑΖΙΑ ΛΙΜΝΗ του Φίλιππα Φιλίππου, Η ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ της Τιτίνας Δανέλλη και ΓΑΛΑΖΙΟΣ ΔΟΥΝΑΒΗΣ του Μανόλη Πιμπλή. Παρόμοια χαρακτηριστικά παρουσιάζει και το διήγημα του Κώστα Κατσουλάρη ΨΥΧΗ ΦΟΝΙΑ.
Το γεγονός πως σε ορισμένες ιστορίες ο αναγνώστης ανακαλύπτει κενά και ασάφειες, οφείλεται μάλλον στο ότι πολλοί από τους συγγραφείς της παρούσης συλλογής ενδιαφέρονται περισσότερο να προβάλουν τα αίτια που ‘καλλιεργούν’ στον άνθρωπο τη ροπή προς το έγκλημα (εύκολος πλουτισμός, κοινωνική άνοδος με αθέμιτα μέσα κ.λ.π.), παρά για το αν η λύση που δίνεται παραπέμπει σε αποτελέσματα που έχουν προκύψει από αστυνομική έρευνα. Εκείνο που συστηματικά επιδιώκεται είναι να τονιστεί ότι το ‘έγκλημα’ είναι μέρος της διάβρωσης που σήμερα έχει επεκταθεί σε όλο τον κοινωνικό ιστό. Έτσι, οι ένοχοι όχι μόνον δεν τιμωρούνται, αλλά τις πιο πολλές φορές, ακριβώς επειδή διαπράττουν τα εγκλήματά τους από θέση ισχύος, τους παρέχεται η ευκαιρία να μένουν στο απυρόβλητο. Άλλωστε αυτό ακριβώς υποστηρίζει και στον πρόλογό του ο επιμελητής του βιβλίου Ανταίος Χρυσοστομίδης.
Κλασικά παραδείγματα της περίπτωσης που μόλις αναφέραμε αποτελούν τα διηγήματα ΚΑΠΝΟΣ και ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΑΥΤΟΔΙΚΙΑΣ, της Αθηνάς Κακούρη και του Τεύκρου Μιχαηλίδη αντίστοιχα. Στο πρώτο, ενώ υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την ταυτότητα του ενόχου, ο αστυνόμος Γεράκης επιλέγει να μην προχωρήσει στην έρευνα και να κλείσει την υπόθεση. Στο δεύτερο, παρότι ο ένοχος αποκαλύπτεται και ομολογεί το έγκλημά του, για λόγους φυλετικούς αλλά και προσωπικούς αυτό αποσιωπάται.
Σ’ αυτό το σημείο πιστεύω πως θα πρέπει να σταθούμε λίγο στις περιπτώσεις του Τεύκρου Μιχαηλίδη και του Παναγιώτη Αγαπητού. Πρόκειται για δυο συγγραφείς που προσπαθούν να συνδυάσουν το ‘έγκλημα’ με το αντικείμενο της επιστήμης τους. Ο Μιχαηλίδης είναι μαθηματικός και το πρώτο του αστυνομικό μυθιστόρημα, που κυκλοφόρησε το 2006 και σημείωσε μεγάλη επιτυχία, είχε τίτλο ΠΥΘΑΓΟΡΕΙΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ. Όσο για τον καθηγητή Βυζαντινολογίας Παναγιώτη Αγαπητό, στα δύο μυθιστορήματα που έχει εκδώσει στο παρελθόν, ΤΟ ΕΒΕΝΙΝΟ ΛΑΟΥΤΟ και Ο ΧΑΛΚΙΝΟΣ ΟΦΘΑΛΜΟΣ, κατορθώνει να συνδυάσει με μαεστρία το αστυνομικό μυστήριο με την ατμόσφαιρα που επικρατούσε στην εποχή των ενδιαφερόντων του. Εντούτοις, παρότι τα κείμενά τους που δημοσιεύονται στην παρούσα συλλογή ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΑΥΤΟΔΙΚΙΑΣ και Η ΝΥΧΤΑ ΤΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ αντίστοιχα, παρουσιάζουν αρκετό ενδιαφέρον, θεωρώ πως η προσέγγιση δεν είναι επαρκής. Επιπλέον, ιδιαίτερα όσον αφορά το τέλος στο διήγημα Η ΝΥΧΤΑ ΤΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ, ο αναγνώστης μένει με την απορία πώς συμβαίνει ο δημοσιογράφος-θύμα να είναι και ο αφηγητής της ιστορίας.
Κλείνοντας, θα ήθελα να προσθέσω πως, κατά την άποψή μου, στη συλλογή ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ 2 οι ιστορίες που είναι γραμμένες με την κλασική συνταγή παρουσιάζουν περισσότερο ενδιαφέρον από αυτές που συγκαταλέγονται στα ψυχογραφήματα. Στις κλασικές αστυνομικές ιστορίες που εντυπωσιάζουν, κατατάσσονται, μεταξύ άλλων, και οι εξής: ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΣΥΜΠΥΚΝΩΣΗ της Αμάντας Μιχαλοπούλου, ΟΙ ΠΙΟ ΩΡΑΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΠΙΟ ΑΠΙΣΤΕΣ του Πέτρου Μαρτινίδη και ΒΡΟΧΕΣ του Σέργιου Γκάκα. Μια εύθυμη νότα σε αυτό το ‘μωσαϊκό’ των τόσο διαφορετικών στη σύλληψή τους ‘αστυνομικών’ περιστατικών, αποτελεί το διήγημα του Πέτρου Μάρκαρη ΤΟ ΠΤΩΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ.

Παν. Σκούρτης
26/5/2010

30 Μαΐ 2010

ΦΑΝΕΡΑ ΜΥΣΤΙΚΑ: ΑΛΚΗΣΤΙΣ ΠΡΩΤΟΨΑΛΤΗ

Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΨΑΛΤΗ ΞΑΝΑΒΡΙΣΚΕΙ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΜΕΛΩΔΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ
ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΣΕ ΣΥΝΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΚΟΡΚΟΛΗ

Η Άλκηστις Πρωτοψάλτη ξεκίνησε τη σταδιοδρομία της στη δεκαετία του ’70 από το χώρο του Τραγουδιού που χαρακτηρίζαμε ως Έντεχνο Λαϊκό. Εκείνη την εποχή η αναφερόμενη ερμηνεύτρια απέδιδε, με μια ξεχωριστή μελωδικότητα, κυρίως συνθέσεις του Ηλία Ανδριόπουλου. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, αν και δεν θα λέγαμε ότι αυτή η φωνή έχει χάσει την εκφραστικότητά της, στην μελωδικότητα που τη διέκρινε έχει προστεθεί και κάποια τραχύτητα.
Όταν όμως η Πρωτοψάλτη καλείται να αποδώσει συνθέσεις του Στέφανου Κορκολή, η φωνή της ξαναβρίσκει την παλιά της μουσικότητα και γλύκα. Αυτό το διαπιστώνει κανείς ακούγοντας την εν λόγω ερμηνεύτρια να αποδίδει τραγούδια του συνθέτη όχι μόνον στον καινούργιο της δίσκο ΦΑΝΕΡΑ ΜΥΣΤΙΚΑ, αλλά και στην παλιότερη συνεργασία Κορκολή – Πρωτοψάλτη όπου περιλαμβάνεται το τραγούδι ‘Ο Άγγελός μου’, το οποίο ερμηνεύει με ιδιαίτερη ευαισθησία . Με την ευκαιρία αυτή πρέπει να πούμε ότι το συγκεκριμένο τραγούδι ,εκτός από εμπορική, είχε και μεγάλη καλλιτεχνική επιτυχία.
Παρενθετικά επίσης να αναφέρουμε ότι ο Στέφανος Κορκολής, ως γνωστόν, ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως συνθέτης από το χώρο της σύγχρονης ή όπως θα λέγαμε σήμερα, της μοντέρνας μουσικής. Παρόλ’ αυτά στον δίσκο του με τραγούδια για τη φωνή του Δημήτρη Μητροπάνου και τίτλο ΠΕΣ ΜΟΥ τ’ ΑΛΗΘΙΝΑ ΣΟΥ, απέδειξε πως μπορεί να συνθέσει και γνήσια ζεϊμπέκικα, όπως είναι το κομμάτι ‘Στο Δρόμο που Μαχαίρωσαν τη Στέλλα’, σε στίχους του Νίκου Μωραΐτη. Η Άλκηστις Πρωτοψάλτη επίσης δεν είναι αμιγώς λαϊκή τραγουδίστρια. Και όμως, όσον αφορά το ζεϊμπέκικο ‘Τελειώσαμε’ που περιλαμβάνεται στον καινούργιο της δίσκο, η ερμηνεία της είναι ικανοποιητική. Πιστεύω πος θα μπορούσε να είναι πολύ καλλίτερη αν κατά την απόδοση του τραγουδιού το μπουζούκι είχε κυρίαρχο ρόλο στην ορχήστρα. Εδώ, μπουζούκι παίζει ο δεξιοτέχνης σολίστας Μανόλης Καραντίνης, ενώ οι στίχοι είναι της Ρεβέκκας Ρούσση.
Όταν άκουσα την Πρωτοψάλτη να αποδίδει το τραγούδι ‘Η Αγάπη που Πάει’ από τον δίσκο ΦΑΝΕΡΑ ΜΥΣΤΙΚΑ σε στίχους και πάλι του Νίκου Μωραΐτη, από την πρώτη στιγμή συνειδητοποίησα ότι υπερείχε σημαντικά, τόσο σε μελωδικότητα και ερμηνεία όσο και σε στίχο, από τα τραγούδια στα οποία μας είχε συνηθίσει τον τελευταίο καιρό η ερμηνεύτρια. Το κομμάτι αυτό η Άλκηστις το ερμηνεύει μαζί με τον συνθέτη του, Στέφανο Κορκολή. Σε παρουσίαση αυτού του δίσκου, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Τηλεθεατής, δίνεται η εντύπωση πως όλα τα τραγούδια είναι συνθέσεις του Κορκολή. Εντούτοις, περιλαμβάνονται και τέσσερα τραγούδια που είναι συνθέσεις δύο αλλοδαπών και δύο πρωτοεμφανιζόμενων Ελλήνων δημιουργών. Οι δυο πρώτοι είναι οι Nieves Rebelledo και Linda Gayman και οι άλλοι δύο οι Βασίλης Γαβριηλίδης και Δάφνη Αλεξανδρή. Να σημειωθεί εδώ πως ο Γαβριηλίδης έχει γράψει τη μουσική στο τραγούδι ‘Σιωπηλά-Δυνατά’, σε στίχους Νίκου Μωραΐτη, το οποίο είναι και ένα από τα κομμάτια που ξεχωρίζουν. Πρόκειται για το τραγούδι απ’ όπου προέρχεται η φράση που έδωσε τον τίτλο στον δίσκο, δηλαδή το ‘φανερά μυστικά’. Οι τίτλοι στις συνθέσεις των άλλων τριών δημιουργών είναι: ‘Μ’ Άλλον Μοιάζεις’, ‘Βρες το Κλειδί’ και ‘Μ’ Ένα Φιλί’.
Εκτός από τον Νίκο Μωραΐτη και τη Ρεβέκκα Ρούσση - στενούς συνεργάτες του Κορκολή - στον δίσκο ΦΑΝΕΡΑ ΜΥΣΤΙΚΑ συμμετέχουν κι άλλοι στιχουργοί, μεταξύ αυτών και η Λίνα Νικολακοπούλου. Από τότε που πρωτοεμφανίστηκε η Νικολακοπούλου στο τραγούδι, ένιωθα την ανάγκη να εκφράσω την άποψη ότι πρόκειται για μια στιχουργό με μεγάλο ταλέντο που θα μπορούσε να είναι ισάξια πολλών καταξιωμένων ομότεχνών της - της προηγούμενης γενιάς - όπως π.χ. του Νίκου Γκάτσου ή του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Όμως, αυτό που με εμπόδιζε να εκφράσω τη συγκεκριμένη άποψη ήταν πως, παρά το αναμφισβήτητο ταλέντο της, συχνά η Νικολακοπούλου καταφεύγει σε ακαταλαβίστικα λεκτικά σχήματα. Αυτή είναι μια τάση την οποία, δυστυχώς, έχουν υιοθετήσει και αρκετοί μεταγενέστεροί της στιχουργοί. Στον δίσκο που σχολιάζεται εδώ, τυπικό παράδειγμα της περίπτωσης που αναφέραμε είναι το κομμάτι ‘Τώρα Λέει η Καρδια’. Όσο άψογο και αν είναι ένα τραγούδι από άποψη σύνθεσης και ερμηνείας, όταν ακούς στίχους όπως ‘κάθε πρωί η αναπνοή/ σου λέει τα θέματα’, κάπου σε χαλάει. Ας συνειδητοποιήσουμε κάποια στιγμή ότι η πολυπλοκότητα στην έκφραση δεν είναι απαραιτήτως το μέσο για να προσδώσουμε στον στίχο προβληματισμό και βαθύ νόημα. Πιστεύω ότι τεχνικές όπως η πολυπλοκότητα και η ασάφεια παραπέμπουν σε άλλη σφαίρα.

Π. Σκούρτης
15- 5-2010

18 Μαΐ 2010

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΨΥΧΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΗ

Ο δημοσιογράφος Ανταίος Χρυσοστομίδης είχε μεταφράσει μια σειρά από αστυνομικές ιστορίες Ιταλών συγγραφέων με τον γενικό τίτλο ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ. Στη συνέχεια αποφάσισε να συγκροτήσει μια συλλογή ανάλογου περιεχομένου, με ιστορίες από Έλληνες συγγραφείς. Ο τίτλος της συλλογής εγχώριων ιστοριών ήταν παρεμφερής με αυτόν της Ιταλικής, δηλαδή ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ, και το βιβλίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ.
Όπως σημειώνει στον πρόλογό του ο επιμελητής της έκδοσης, έχουν αλλάξει πολλά στον τρόπο γραφής κειμένων τα οποία ανήκουν στην αστυνομική λογοτεχνία. Δεν συγκράτησα πολλές από τις αλλαγές που αναφέρονται, πάντως μία από αυτές, που δεν επισημαίνεται στον πρόλογο, διαφαίνεται με την πρόοδο της ανάγνωσης. Σήμερα, οι αναγνώστες αστυνομικών ιστοριών δεν ανακαλύπτουν τη λύση μέσα από τη δράση των αστυνομικών που αναλαμβάνουν την εξιχνίαση στις υποθέσεις, αλλά προσπαθούν να τις διαλευκάνουν οι ίδιοι παρακολουθώντας τις μεταπτώσεις στην ψυχολογική κατάσταση των βασικών χαρακτήρων ή και άλλων προσώπων. Συνήθως, σ’ αυτού του τύπου τις ιστορίες οι αστυνομικοί παίζουν έναν ρόλο που είτε είναι τελείως δευτερεύων είτε εντελώς αντίθετος απ’ αυτόν που είχαμε συνηθίσει.
Το μοτίβο του ‘ψυχογραφήματος’ ακολουθείται στα περισσότερα κείμενα αυτής της συλλογής και στην αρχή ξενίζει. Στη συνέχεια όμως ο προσεχτικός αναγνώστης συνειδητοποιεί πως για το συγκεκριμένο βιβλίο απαιτείται ένας τρόπος ανάγνωσης διαφορετικός απ’ αυτόν με τον οποίο είχε συνηθίσει κανείς να διαβάζει κλασικά κείμενα του είδους. Αν καταφέρει κάτι τέτοιο, τότε θεωρώ ότι θα ανακαλύψει το εξής: τα κείμενα αστυνομικής λογοτεχνίας σε ύφος ψυχογραφήματος διαθέτουν πολύ περισσότερη δόση μυστηρίου απ’ όσο αυτά που είναι γραμμένα με την κλασική συνταγή. Τυπικό παράδειγμα αποτελούν τα διηγήματα ‘Ο ΞΕΝΟΣ’ της Αθηνάς Κακούρη, ‘ΤΟ ΠΝΙΓΜΕΝΟ ΠΑΙΔΙ’ του Γιώργου Μπράμου και ‘ΤΡΙΗΜΕΡΙΑ’ του Πέτρου Μάρκαρη*.
Στο παλιό μοτίβο που ακολουθείται σε αστυνομικές ιστορίες, αυτός που συνήθως επιθυμεί να βρει τη λύση της ιστορίας - τις περισσότερες φορές πρόκειται για αστυνομικό -, συλλέγει ευρήματα και πληροφορίες προκειμένου να φτάσει στη διαλεύκανση του μυστηρίου. Υπάρχουν και σ’ αυτό το βιβλίο κάποιες ιστορίες όπου ακολουθείται τούτος ο γνώριμος τρόπος γραφής. Το πρώτο παράδειγμα είναι η ιστορία του Φίλιππα Φιλίππου** ‘ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ’, ενώ σε αυτή την κατηγορία περιλαμβάνονται ‘ΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΑΤΟΜΟ’ του Δημήτρη Μαμαλούκα, και ‘ΠΟΙΟΣ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΝ ΝΤ’ ΑΡΝΤΑΝΙΑΝ’ της Τιτίνας Δανέλλη. Άλλα παρόμοια παραδείγματα είναι: ‘ΑΠΟ ΑΛΛΟΘΙ ΣΕ ΑΛΛΟΘΙ’ του Πέτρου Μαρτινίδη κι ‘ΕΝΑ ΛΑΘΟΣ ΒΗΜΑ’ του Κώστα Κυριακόπουλου. Εδώ να σημειωθεί πως τη συλλογή ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ανοίγει το διήγημα του Μάρκαρη ‘ΤΡΙΗΜΕΡΙΑ’ που ανήκει στα ψυχογραφήματα, ενώ το διήγημα του Φιλίππου ‘ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ’, το οποίο κατατάσσεται στις κλασικές αστυνομικές ιστορίες, την ολοκληρώνει.

Ιδιαίτερα ευχάριστη έκπληξη αποτελεί στη συλλογή η παρουσία διηγημάτων των Κώστα Κυριακόπουλου και Γιώργου Μπράμου. Σύμφωνα με όσα διαβάζουμε στον πρόλογο, ο Κυριακόπουλος είναι έγκριτος δημοσιογράφος που έχει ειδικευτεί σε ρεπορτάζ τα οποία αφορούν θέματα τρομοκρατίας και είναι η πρώτη φορά που εμφανίζεται στη λογοτεχνία. Επίσης, σε σχέση με τον Γιώργο Μπράμο, να σημειώσουμε ότι τα διηγήματα με τα οποία πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία είχαν εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο απ’ ό,τι το κείμενο που μας παρουσιάζει εδώ. Ο τίτλος της συλλογής διηγημάτων του Μπράμου ήταν ΒΡΕΓΜΕΝΟ ΡΟΥΧΟ και οι ιστορίες που περιλαμβάνονταν σ’ αυτή αφορούσαν καταστάσεις που βιώνουν οι νταλικέρηδες.
Οι ιστορίες που απαρτίζουν το βιβλίο ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ είναι δέκα. Εκτός από τους συγγραφείς οι οποίοι ήδη αναφέρθηκαν, έχουν περιληφθεί και κείμενα των Ανδρέα Αποστολίδη και Μαρλένας Πολιτοπούλου. Το διήγημα της Πολιτοπούλου με τίτλο ‘ΑΣΠΡΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ’, ανήκει στην πρώτη από τις δυο κατηγορίες, σε αυτή των ψυχογραφημάτων, και πρόκειται για ένα από τα κείμενα που ξεχωρίζουν.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
* Ο Πέτρος Μάρκαρης ξεκίνησε ως συγγραφέας και μεταφραστής στον θεατρικό χώρο. Όμως τα τελευταία χρόνια, μετά την έκδοση και επιτυχία του μυθιστορήματός του ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΔΕΛΤΙΟ, έχει διακριθεί στην Αστυνομική Λογοτεχνία.

** Ο Φίλιππος Φιλίππου έχει καταπιαστεί με πολλά είδη στον χώρο της συγγραφικής τέχνης. Παρότι πολλά από τα λογοτεχνικά του κείμενα ανήκουν στη σφαίρα της μυθοπλασίας, ακόμα και σ’ αυτά ο συγγραφέας έχει το συνήθειο να εντάσσει πραγματικά πρόσωπα. Ο κορυφαίος Ελληνοαλεξανδρινός ποιητής Καβάφης είναι ο κεντρικός χαρακτήρας σ’ ένα από τα μυθιστορήματα του Φιλίππου. Τίτλος, ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΒΑΦΗ. Επίσης, ο Κώστας Ταχτσής βρίσκεται μεταξύ των χαρακτήρων στο διήγημα ‘ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ’.

Π. Σκουρτης
24 - 9 -2007

ΛΙΔΑΚΗΣ - ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ

ΟΛΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΚΙ ΟΛΑ ΞΕΝΑ’
Ο Χρήστος Νικολόπουλος και ο Μανόλης Λιδάκης συνεργάζονται για πρώτη φορά σε ολοκληρωμένη δισκογραφική δουλειά

Ο Μανόλης Λιδάκης είναι αναμφισβήτητα ένας από τους σημαντικότερους λαϊκούς τραγουδιστές της νεότερης γενιάς. Όταν λέμε ‘νεότερη’ εννοούμε τη γενιά που ακολούθησε αυτή στην οποία ανήκουν οι ερμηνευτές που οι φωνές τους έχουν μείνει σήμερα κλασικές, όπως οι Μπιθικώτσης, Καζαντζίδης, Περπινιάδης, Στράτος Διονυσίου και άλλοι. Από τους τραγουδιστές που ανήκουν στην ίδια κατηγορία με τον Λιδάκη ξεχωρίζουν, μεταξύ άλλων και οι Δημήτρης Πάτσης, Γεράσιμος Ανδρεάτος και Ηλίας Μακρής.
Η συνήθεια πολλών εκπροσώπων του τραγουδιού σήμερα να δοκιμάζουν τις ερμηνευτικές τους δυνατότητες σε πολλούς μουσικούς χώρους, είναι μια τάση που χαρακτηρίζει σε μεγάλο βαθμό το χώρο της μουσικής. Χωρίς την πρόθεση αρνητικού σχολιασμού, έχω την αίσθηση ότι αυτή η τάση συναντάται τόσο συχνά, που δύσκολα μπορεί να διακρίνει κανείς τον μουσικό χώρο στον οποίο πραγματικά εντάσσεται ο καλλιτέχνης. Πιστεύω πως ο Λιδάκης είναι ένας από τους λίγους τραγουδιστές της εποχής μας που εύκολα μπορεί να διακρίνει κανείς ότι η φωνή του ταιριάζει πραγματικά στον μουσικό χώρο τον οποίο κυρίως υπηρετεί, δηλαδή στο λαϊκό τραγούδι. Εντούτοις, κι αυτός τα τελευταία χρόνια ερμήνευσε τραγούδια που, κατά την προσωπική μου βέβαια πάντα γνώμη, δεν του ταίριαζαν. Εξαίρεση σ’ αυτή την τακτική αποτέλεσε ο δίσκος ‘ΚΟΚΚΙΝΟ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙ’, όπου ο καλλιτέχνης απέδωσε τραγούδια από τον τόπο καταγωγής του, την Κρήτη. Ας σημειωθεί ότι, εκτός από παραδοσιακά τραγούδια, ο δίσκος αυτός περιελάμβανε και δημιουργίες επώνυμων συνθετών. Τα τραγούδια όμως αυτά δεν αποτελούσαν απομιμήσεις παραδοσιακών τραγουδιών, όπως αυτές που συνήθως συναντάμε σήμερα στον χώρο του Δημοτικού Τραγουδιού Στεριανού και Νησιώτικου, αλλά προσέγγιζαν πραγματικά τις ρίζες της Κρητικής Μουσικής Παράδοσης. Άλλη μια εξαίρεση πίστευα πως θ’ αποτελούσε και ο δίσκος ‘ΑΥΣΤΗΡΩΣ ΛΑΙΚΟΝ’, όπου ακούγεται ο ίδιος ερμηνευτής να αποδίδει κλασικά κομμάτια από τον χώρο του λαϊκού τραγουδιού. Όμως, παρά την παρουσία αξιόλογων μπουζουξήδων - όπως ο Παναγιώτης Στεργίου και ο Βαγγέλης Τρίγκας -, παρά το γεγονός ότι στην ορχήστρα δεν υπήρχε κανένα όργανο που να μην είναι αμιγώς λαϊκό και παρά την εκφραστικότητα που χαρακτηρίζει πάντα την ερμηνεία του Λιδάκη, κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Στον συγκεκριμένο δίσκο, κάπου… ‘το γλυκό δεν έδεσε’. Πιστεύω πως αυτό οφειλόταν μάλλον στον τρόπο που τα τραγούδια αποδόθηκαν από την ορχήστρα, η οποία σε πολλές περιπτώσεις ήταν υποτονική.
Στο παρελθόν ο Λιδάκης έχει ερμηνεύσει συνθέσεις σε προσωπικούς δίσκους του Χρήστου Νικολόπουλου. Όπως επίσης, σε δικούς του δίσκους, έχει συμπεριλάβει συνθέσεις του συγκεκριμένου δημιουργού. Στους προσωπικούς δίσκους του Λιδάκη ανήκει το ‘ΟΥΤΕ ΠΟΥ ΡΩΤΗΣΑ’, ενώ του Νικολόπουλου είναι αυτός με τίτλο ‘ΤΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ ΤΗΣ 1ης ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2000 μ.Χ.’. Στον δίσκο που μόλις αναφέρθηκε, ο ερμηνευτής απέδωσε το ομότιτλο τραγούδι. Ήταν φυσικό επακόλουθο λοιπόν, μετά από τόσα χρόνια συνεργασίας, ο Χρήστος Νικολόπουλος να αποφασίσει να δημιουργήσει έναν δίσκο όπου τα τραγούδια θα ερμήνευε αποκλειστικά ο Λιδάκης. Ο δίσκος έχει τίτλο ‘ΟΛΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΚΙ ΟΛΑ ΞΕΝΑ’. Το ομότιτλο τραγούδι αποδίδει μαζί με τον Λιδάκη ο Πασχάλης Τερζής. Με τη συγκεκριμένη σειρά τραγουδιών ο βασικός ερμηνευτής φαίνεται να επιστρέφει σε μονοπάτια που γνωρίζει καλά.
Οι στίχοι στον δίσκο ‘ΟΛΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΚΙ ΟΛΑ ΞΕΝΑ’ ανήκουν στους Κωστούλα Μητροπούλου, Λευτέρη Χαψιάδη, Δημήτρη Τζάφα και άλλους. Υπάρχει ακόμα κι ένα τραγούδι σε στίχους του δίδυμου Βαγγέλης Ατραϊδης-Γιάννης Βασιλόπουλος που συνεργάστηκε παλιότερα με τον Νικολόπουλο, ιδιαίτερα σε δίσκους με τον Στέλιο Καζατζίδη. Όλα τα τραγούδια είναι καινούργια εκτός απ’ αυτό με τίτλο ‘Έτσι σ’ Αγάπησα’. Το συγκεκριμένο τραγούδι, σε στίχους Λευτέρη Χαψιάδη, είχε συμπεριλάβει ο συνθέτης σε παλιότερο δίσκο του, με τίτλο ‘ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΜΟΥ’, όπου το ερμήνευε ένας πρωτοεμφανιζόμενος τότε τραγουδιστής, ο Διονύσης Θεοδόσης, που δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή. Η ερμηνεία του Θεοδόση έτεινε προς το έντεχνο. Λοιπόν, από τη στιγμή που ο συνθέτης αποφάσισε να επαναφέρει αυτό το τραγούδι στην επικαιρότητα, δικαίως νομίζω το εμπιστεύτηκε στον Λιδάκη, γιατί, σε αντίθεση με τον Θεοδόση, ο τρόπος που αυτός το απέδωσε, δίνει στην ερμηνεία λαϊκό ηχόχρωμα.

Π. Σκούρτης
9/5/2010

5 Μαΐ 2010

ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΤΙΝΑΡΗΣ: (Παραλειπόμενα)

ΜΙΚΡΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ
ΑΝΤΩΝΗ ΚΑΤΙΝΑΡΗ

Ανάμεσα στους σολίστες του μπουζουκιού που συνεργάστηκαν με τον Βασίλη Τσιτσάνη, ήταν και ο Αντώνης Κατινάρης. Έτσι αναφέρει τόσο ο Διονύσης Μανιάτης, στο βιβλίο του ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΆΝΗΣ Ο ΑΤΕΛΕΙΩΤΟΣ, όσο και ο Κώστας Μπαλαχούτης, σε άρθρο του για τον Κατινάρη. Σχετικά μ’ αυτόν τον σπουδαίο μπουζουξή, έχω ήδη γράψει ( κοίτα άρθρο ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ - ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΤΙΝΑΡΗΣ κλπ, κλπ), γι’ αυτό εδώ απλώς θ’ αναφερθούν μερικά παραλειπόμενα.
Στο άρθρο του Μπαλαχούτη διαπίστωσα ότι υπάρχουν κάποιες διαφορές μεταξύ των στοιχείων που αυτός αναφέρει κι εκείνων που καταγράφονται από τον Μανιάτη. Ένα παράδειγμα είναι η χρονολογία γέννησης του καλλιτέχνη. Ο Μανιάτης καταγράφει ως χρονολογία το 1933, ενώ ο Μπαλαχούτης το 1931. Επίσης ο Μπαλαχούτης αναφέρει πως ο Κατινάρης δεν έπαιζε μόνο τρίχορδο αλλά και τετράχορδο μπουζούκι, ενώ ο Μανιάτης υποστηρίζει ότι ο συγκεκριμένος σολίστας έμεινε πιστός στο τρίχορδο.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο Κώστας Μπαλαχούτης, μεταξύ άλλων δραστηριοτήτων έχει και την επιμέλεια των Μουσικών Ημερολογίων που κάθε χρόνο κυκλοφορούν από τις εκδόσεις ΑΤΡΑΠΟΣ. Στο Ημερολόγιο του 2005 λοιπόν πιστεύω ότι υπάρχει μια ασάφεια όσον αφορά τη χρονολογία θανάτου του Αντώνη Κατινάρη. Δεν είναι ξεκάθαρο αν ο καλλιτέχνης έφυγε το 1999 ή το 2000. Τελικά, στο άρθρο για το οποίο γίνεται λόγος πιο πάνω, αναφέρεται ότι αυτό συνέβη το 1999.
Κλείνοντας, θα πρέπει να πω ότι στο ίδιο άρθρο υπάρχει μια λεπτομέρεια την οποία ως τώρα δεν γνώριζα. Ο Τάκης Σούκας και ο Αντώνης Ρεπάνης δεν ήσαν οι μόνοι συνθέτες με τους οποίους πρόφτασε να συνεργαστεί ο ανερχόμενος τότε αλλά σπουδαίος - μα δυστυχώς πρόωρα χαμένος - λαϊκός τραγουδιστής Κώστας Κόλλιας. Ο Κόλλιας είχε επίσης ηχογραφήσει μια ολοκληρωμένη δισκογραφική δουλειά σε μουσική Αντώνη Κατινάρη και με τίτλο ΜΠΟΥΖΟΥΚΟΚΕΛΑΪΔΙΣΜΑΤΑ.


Π. Σκούρτης
Αύγουστος 2009

ΠΑΝΟΣ ΓΕΡΑΜΑΝΗΣ

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΛΑΤΡΕΨΕ ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΠΟΥ ΕΡΕΥΝΟΥΣΕ

Επιθυμούσα από καιρό ν’ αφιερώσω κάποιες γραμμές στην απώλεια του δημοσιογράφου και ερευνητή του λαϊκού τραγουδιού Πάνου Γεραμάνη, ο οποίος, μας άφησε εντελώς ξαφνικά, τι τραγική ειρωνεία, την ημέρα της Ανάστασης το 2005. Παρότι διαρκώς το ανέβαλα, βαθιά μέσα μου αισθανόμουν πως έπρεπε οπωσδήποτε να προχωρήσω σ’ αυτό το εγχείρημα. Όμως δεν το επιχειρούσα μέχρι τώρα, ακριβώς επειδή φοβόμουνα μήπως αυτά που θα έγραφα θεωρούνταν τετριμμένα.
Τόσα και τόσα έχουν γραφτεί και ειπωθεί γι’ αυτά που πρόσφερε ο Πάνος με τις έρευνες που έκανε, ειδικά όσον αφορά το Λαϊκό Τραγούδι, που υπήρξε η μεγάλη του αγάπη. Άρα τι παραπάνω θα μπορούσα να προσθέσω εγώ; Δύσκολο για κάποιον που ασχολείται με την έρευνα γύρω από θέματα παράδοσης όπως το λαϊκό τραγούδι, να καταφέρει να διατηρήσει τις ισορροπίες ανάμεσα στην αντικειμενική προσέγγιση του θέματος και την αγάπη του για το αντικείμενο. Ο Πάνος λοιπόν πετύχαινε ακριβώς αυτό, γιατί υπήρξε πρώτα θαυμαστής και λάτρης της Λαϊκής Μουσικής, κι έπειτα ερευνητής του αντικειμένου.
Τυχαίνει να έχω ασχοληθεί από πολύ νωρίς με το Ρεμπέτικο και Λαϊκό τραγούδι και επομένως να έχω διαβάσει αρκετά βιβλία και άλλες γραπτές αναφορές για το συγκεκριμένο θέμα. Η ραδιοφωνική εκπομπή του Πάνου Γεραμάνη λοιπόν ‘Λαϊκοί Βάρδοι’, που μεταδιδόταν καθημερινά στις 7 το απόγευμα, αρχικά από τη συχνότητα της ΕΡΑ2 και αργότερα από τον 103,7, μου πρόσφερε την ευκαιρία να θυμηθώ και να επιβεβαιώσω πολλά από τα γεγονότα που με την πάροδο του χρόνου είχα ξεχάσει, αλλά και να εμπλουτίσω τις γνώσεις μου με καινούργια στοιχεία σχετικά με αυτό το μουσικό είδος. Γι’ αυτό, όσο μπορούσα, παρακολουθούσα την εκπομπή του Πάνου με μεγάλο ενδιαφέρον και προσμονή για τις καινούργιες πληροφορίες με τις οποίες μας τροφοδοτούσε.
Πιστεύω ότι το σλόγκαν που ακουγόταν στην εκπομπή μετά την αναγγελία του τίτλου, δηλαδή ‘Λαϊκοί Βάρδοι – Στιγμές από τη Ζωή τους και τη Ζωή μας’, δεν είχε επιλεγεί καθόλου τυχαία. Ο Πάνος Γεραμάνης κατάφερνε κάθε μέρα να αποδεικνύει πως, αυτό που υποστηρίζουν οι λάτρεις του Λαϊκού τραγουδιού ότι το συγκεκριμένο μουσικό είδος ήταν στενά συνδεδεμένο με γεγονότα από την καθημερινότητα του απλού κόσμου, αποτελούσε μια αλήθεια. Επιπλέον, ο αξέχαστος ερευνητής δεν έπαυε να υποστηρίζει και να το τεκμηριώνει ότι, ακόμα και καλλιτέχνες που δεν έγιναν τόσο γνωστοί στον κόσμο όσο οι κλασικοί εκπρόσωποι τρου καλλιτεχνικού χώρου που ερευνούσε, πρόσθεσαν κι αυτοί ένα σημαντικό λιθαράκι στο οικοδόμημα που λέγεται Λαϊκό Τραγούδι και στο οποίο ανήκει φυσικά και το Ρεμπέτικο.
Κλείνοντας, θα ήθελα να πω και κάτι για τον άνθρωπο Γεραμάνη. Μου είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός ότι, μ’ όλο που δεν είχαμε γνωριστεί προσωπικά, με τίμησε με μια χειρονομία του που ποτέ δεν θα ξεχάσω. Επειδή έμαθε για την αγάπη μου και το μεγάλο μου ενδιαφέρον σχετικά με το αντικείμενο που ερευνούσε, μου έστειλε την αυτό βιογραφία του Γρηγόρη Μπιθικώτση, ένα βιβλίο του οποίου είχε αναλάβει την επιμέλεια, με γραπτή αφιέρωση. Και είναι αυτή η συγκεκριμένη χειρονομία του που μου επέτρεψε, σε κάποια σημεία αυτού του άρθρου, να αναφέρομαι σ’ εκείνον σαν σε παλιό φίλο, δηλαδή με το μικρό του όνομα.


Π. Σκούρτης
4- 8- 2005

30 Απρ 2010

ΚΟΡΑΚΑΚΗΣ - ΧΑΛΚΙΑΣ

ΛΕΒΕΝΤΙΚΕΣ ΚΑΡΔΙΕΣ
Ο ΛΑΚΗΣ ΧΑΛΚΙΑΣ ΤΟΣΟ ΛΑΙΚΟΣ ΟΣΟ ΠΟΤΕ ΣΕ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΩΝ ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ KΟΡΑΚΑΚΗ

Ο τραγουδιστής Λάκης Χαλκιάς έγινε ιδιαίτερα γνωστός στη δεκαετία ’70, είχε όμως αρχίσει τη σταδιοδρομία του ως ερμηνευτής κάποια χρόνια νωρίτερα. Ξεκίνησε την καριέρα του από τον χώρο του Δημοτικού Τραγουδιού κι αυτό ήταν απολύτως φυσικό αφού πρόκειται για έναν από τους γιους του καταξιωμένου –αλλά απόντος εδώ και πολλά χρόνια - κλαριντζή Τάσου Χαλκιά.
Στο είδος τραγουδιού όμως που αναπτύχθηκε μετά το Δημοτικό, το οποίο βασίζεται στις μουσικές φόρμες του Ρεμπέτικου, δηλαδή σε αυτό που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε κυρίως Λαϊκό Τραγούδι, δεν μπορώ να πω ότι ο Χαλκιάς είχε ιδιαίτερη επιτυχία. Ο Λάκης εντάχθηκε στον χώρο του τραγουδιού που παλιότερα αποκαλούσαμε Έντεχνο Λαϊκό, αλλά σήμερα θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίζαμε και ως Λόγιο Λαϊκό Τραγούδι, παρότι δεν υφίσταται πλέον ως ξεχωριστό μουσικό ρεύμα. Στον συγκεκριμένο μουσικό χώρο ο Χαλκιάς διακρίθηκε κυρίως σε συνθέσεις του Γιάννη Μαρκόπουλου, ιδιαίτερα μέσα από τους δίσκους «ΘΕΣΣΑΛΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ» και «ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ». Ο πρώτος βασιζόταν σε στίχους Κώστα Βίρβου και ο δεύτερος - στον οποίο συμμετείχε και η αξέχαστη Βίκυ Μοσχολιού - σε ποίηση Γιώργου Σκούρτη. Σε αυτό το σημείο, παρενθετικά, ας αναφερθεί πως ο Γιώργος Σκούρτης είναι συγγραφέας, κυρίως θεατρικών έργων. Η πιο λαϊκή ερμηνεία του καλλιτέχνη που μπορούμε να ξεχωρίσουμε από εκείνη την εποχή είναι στο τραγούδι ‘Η Φάμπρικα’ που περιλαμβάνεται στο δίσκο «ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ».
Ο συνθέτης Απόστολος Καλδάρας διέθετε την ικανότητα ν’ αναδεικνύει άγνωστες πτυχές στις ερμηνείες καλλιτεχνών που φαινομενικά οι φωνές τους δεν ήσαν και τόσο λαϊκές. Είχε λοιπόν συνεργαστεί, μεταξύ άλλων, και με τον Χαλκιά, δημιουργώντας για τη φωνή του μια ολοκληρωμένη δισκογραφική δουλειά με τίτλο «ΛΑΙΚΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ». Ούτε όμως αυτός ούτε ο ομότεχνός του και μπουζουξής Αντώνης Κατινάρης - με τον οποίο ο αναφερόμενος τραγουδιστής είχε προηγουμένως συνεργαστεί - κατόρθωσαν να πείσουν τον Χαλκιά να αποδώσει τα τραγούδια τους με μια διαφορετική ερμηνεία. Μια ερμηνεία που να είναι αυθεντικά λαϊκή. Να διαφέρει δηλαδή από εκείνη με την οποία αυτός ο καλλιτέχνης συνήθιζε να αποδίδει έντεχνο λαϊκό τραγούδι, το μουσικό είδος που τον έκανε ευρύτερα γνωστό.
Αλλά, αυτό που οι προηγούμενοι δημιουργοί δεν κατόρθωσαν, μάλλον το κατάφερε ένας συνθέτης των ημερών μας, ο Βαγγέλης Κορακάκης. Απ’ ό,τι φαίνεται, αυτός ο δημιουργός είναι γνήσια λαϊκός, εξίσου με τους παραπάνω. Τα τραγούδια που ο Κορακάκης δημιούργησε για τη φωνή του Χαλκιά περιλαμβάνονται στον δίσκο «ΛΕΒΕΝΤΙΚΕΣ ΚΑΡΔΙΕΣ». ‘Όπως σε πολλούς δίσκους του Κορακάκη, έτσι και σ’ αυτόν περιλαμβάνονται και ταξίμια ως εισαγωγές στα τραγούδια, όπως και δυο οργανικά κομμάτια: ‘Το Ζεϊμπέκικο του Παράσχου’ και ‘Δειλινό στη Σέριφο’. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί ακόμα και στους πιο αξιοπρόσεκτους λαϊκούς δίσκους, σήμερα σπάνια συναντάμε ταξίμια και οργανικά κομμάτια.
Ο δίσκος του Κορακάκη «ΛΕΒΕΝΤΙΚΕΣ ΚΑΡΔΙΕΣ» κυκλοφορεί από την εταιρία ΔΙΚΤΥΟ. Κάθε φορά που σχολιάζω κάποιον δίσκο που κυκλοφορεί από αυτή την εταιρία , αναφέρω και το όνομα του ιδρυτή της Πάρη Μήτσου, ο οποίος έχει κάνει πολλά προκειμένου να στηρίξει το γνήσιο Λαϊκό Τραγούδι..


Π. Σκούρτης
26 -4 -2010

‘Ονείρου Ελλάς’ - Λίζος, Ζερλεντές, Κονσολάκης, Κουτουλάκης

Στο τηλεοπτικό πρόγραμμα ‘Ονείρου Ελλάς’ που μεταδίδεται κάθε Κυριακή μεσημέρι από την ΕΡΤ3, στις τελευταίες βδομάδες, από τις 28 Φεβρουαρίου μέχρι σήμερα, τα τραγούδια που ακούγονται παρουσιάζονται σε συνδυασμό με αναφορές σε κοινωνικοπολιτικά γεγονότα. Επειδή όμως το Ρεμπέτικο, φαινομενικά τουλάχιστον, δεν είναι πολιτικό τραγούδι, δεν νομίζω πως αυτή η τακτική είχε ιδιαίτερη επιτυχία.
Η εκπομπή της 11ης Απριλίου ήταν η πρώτη που αφιερώθηκε στο 1965. Τόσο σ’ αυτήν όσο και σε πολλές από τις εκπομπές των προηγούμενων εβδομάδων, αυτός που ξεχώρισε ήταν ο ερμηνευτής Λίζος που παίζει και μπαγλαμά. Δεν πρόκειται τελικά, όπως αρχικά νόμιζα, για τον τραγουδιστή Γιώργο Λίζο, τον οποίο είχαν πρωτοπαρουσιάσει ο συνθέτης Πέτρος Βαγιόπουλος και ο στιχουργός Μανόλης Ρασούλης μέσα από τον δίσκο τους ‘ΣΤΟ ΝΟΗΜΑΤΟΥΡΓΕΙΟ’. Εδώ, πρόκειται για τον Θοδωρή Λίζο. Στη συγκεκριμένη εκπομπή αυτός ο ερμηνευτής απέδωσε, με ιδιαίτερη εκφραστικότητα, τόσο το δημοτικό τραγούδι ‘Μ’ Έκαψες Γειτόνισσα’, όσο και τη δημιουργία του Μάρκου, ‘Μελαχρινό’.
Αριστουργηματική ήταν επίσης η απόδοση του τραγουδιού ‘Έρχομαι τον Τοίχο, Τοίχο’, τόσο από άποψη ερμηνείας του Θανάση Ζερλεντέ, όσο και από πλευράς συνοδείας, με τον Σπύρο Κονσολάκη στην κιθάρα και το Νίκο Φιλιππίδη στο κλαρίνο. Απ’ όσο μπορώ να κρίνω από τη μορφή των στίχων αυτού του τραγουδιού, μάλλον πρόκειται για αδέσποτο ρεμπέτικο, από το οποίο πρέπει να εμπνεύστηκαν για τις δικές τους δημιουργίες τόσο ο Μάρκος όσο και ο Μιχάλης Γενίτσαρης. Οι τίτλοι στις δημιουργίες του Μάρκου και του Γενίτσαρη είναι ‘Έρχομαι Κρυφά’ και ‘Θα ‘ρθω Νύχτα Τοίχο, Τοίχο’ αντίστοιχα. Ως εισαγωγή στο αδέσποτο ρεμπέτικο που ερμήνευσε ο Θανάσης Ζερλεντές, ο Κονσολάκης έπαιξε κι ένα υπέροχο ταξίμι.
Στην ίδια εκπομπή συμμετείχαν επίσης ως ερμηνευτές και δύο καλλιτέχνες που εμφανίζονται κυρίως ως μουσικοί. Ο Σπύρος Κονσολάκης, στον οποίο αναφερθήκαμε παραπάνω και ο Μπουζουξής Γιώργος Κουτουλάκης. Ο πρώτος απέδωσε το αδέσποτο ρεμπέτικο ‘Ο Χαρτοπαίκτης’, ενώ ο τελευταίος ερμήνευσε την ‘Άτακτη’. Η ερμηνεία του Κονσολάκη υπήρξε ικανοποιητική, ενώ του Κουτουλάκη ήταν κάπως υποτονική σε σχέση με το ‘πολύ δυνατό’ ταξίμι που προηγήθηκε.
Κλείνοντας, πρέπει να πω κάποια λόγια ιδιαίτερα για την ‘Άτακτη’. Σε όλους τους δίσκους όπου έχει περιληφθεί, το τραγούδι αυτό παρουσιάζεται ως δημιουργία του Μάρκου Βαμβακάρη, ο οποίος και το ερμήνευσε για πρώτη φορά. Σύμφωνα όμως με κάποιες δικές μου πληροφορίες, στον Μάρκο ανήκουν μόνο οι στίχοι, ενώ τη μουσική αυτού του ζεϊμπέκικου έχει συνθέσει ο γιος του Στέλιος. Αν πράγματι ισχύει κάτι τέτοιο, πιστεύω πως, ο λόγος που στην καταγραφή του συγκεκριμένου τραγουδιού δεν αναφέρθηκε ποτέ το όνομα του συνθέτη, ίσως να είναι ότι αυτός βρισκόταν σε αρκετά νεαρή ηλικία όταν έγραψε τη μουσική. Λέγεται ακόμα πως, σ’ ένα άλλο τραγούδι, ‘Τα Όμορφα τα Γαλανά σου Μάτια’, το οποίο ερμήνευσε ο Μάρκος στην ίδια περίοδο με την ‘Άτακτη’ – και γενικά παρουσιάζεται ως δημιουργία του – και πάλι, μόνο οι στίχοι είναι δικοί του, ενώ τη μουσική έχει συνθέσει επίσης ο Στέλιος.

Π. Σκούρτης
11-4 -2010

19 Απρ 2010

ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ

‘Ονείρου Ελλάς’

Ο ΜΑΝΟΣ ΚΟΥΤΣΑΓΓΕΛΙΔΗΣ, Ο ΘΑΝΑΣΗΣ ΖΕΡΛΕΝΤΕΣ ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΣΕ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑ ΤΗΣ ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑΣ

Οι εκπομπές του τηλεοπτικού μουσικοϊστορικού προγράμματος ‘Ονείρου Ελλάς’ του Κώστα Φέρρη που μεταδόθηκαν από τις 28 Φεβρουαρίου μέχρι τις 14 Μαρτίου, ήταν αφιερωμένες στην περίοδο 1960 - 63. Αυτές οι τρεις εκπομπές είχαν ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Συνήθως αυτό το πρόγραμμα παρουσιάζει τραγούδια που ηχογραφήθηκαν για πρώτη φορά σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους. Όμως στις εκπομπές που αναφέραμε έγινε μία προσπάθεια τα τραγούδια που μεταδόθηκαν να συνδυαστούν με διάφορες κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις εκείνης της εποχής.
Για παράδειγμα σε κάποια απ’ αυτές τις εκπομπές έγινε αναφορά στο τεράστιο κόστος που επέφερε στο ελληνικό κράτος ο γάμος της τότε πριγκίπισσας Σοφίας με τον Ισπανό Χουάν Κάρλος. Σε συνδυασμό με αυτό το γεγονός και με τη διάθεση να γίνει κάποιος χιουμοριστικός σχολιασμός, ο Θανάσης Ζερλεντές ερμήνευσε το τραγούδι ‘Ομολογίες’.
Στην εκπομπή της 14ης Μαρτίου , κάποια στιγμή, αναφέρθηκε η κόντρα που είχε η βασίλισσα Φρειδερίκη, με την Αγγλίδα σύζυγο του - τότε φυλακισμένου- κουμουνιστή Αντώνη Αμπατιέλου. Σε συνδυασμό με αυτό το γεγονός, ο εξαίρετος τραγουδιστής Μάνος Κουτσαγγελίδης, ερμήνευσε το κομμάτι ‘Καμωματού’. Να σημειωθεί εδώ πως δεν επρόκειτο για το τραγούδι του Παναγιώτη Τούντα, που δυστυχώς δεν θυμάμαι τον τίτλο του και το οποίο αρχίζει με τους στίχους ‘Στου Τζελέπη στον Περαία μια καμωματού κι ωραία…’. Εδώ πρόκειται για ένα τραγούδι που μάλλον ανήκει στον βιολιστή Γιάννη Δραγάτση, τον οποίο απ’ όσο γνωρίζω αποκαλούσαν Ογδοντάκη ή Ογδόντα. Ο Δραγάτσης, αν και δεν είναι γνωστός στους πολλούς, υπήρξε αντιπροσωπευτική μορφή του Σμυρναίικου Ρεμπέτικου.
Στην ίδια εκπομπή ο εξαίρετος τραγουδιστής Μάνος Κουτσαγγελίδης απέδωσε έναν αμανέ. Η μετάδοση αυτού του αμανέ έγινε σε συνδυασμό με την αναφορά στο θάνατο του Γρηγόρη Λαμπράκη, ο οποίος δολοφονήθηκε από μέλη του Δεξιού Παρακράτους τον Μάη του 1963 στη Θεσσαλονίκη. Ο Λαμπράκης ήταν βουλευτής της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς, γνωστής και ως ΕΔΑ. Όπως αναφέρθηκε στην εκπομπή ο αναφερόμενος βουλευτής υπήρξε και μαραθωνοδρόμος.
Τώρα όμως ας επανέλθουμε στους καλλιτέχνες οι οποίοι ερμήνευσαν τα τραγούδια που συνδέθηκαν με τα προαναφερόμενα γεγονότα. Πρέπει να πω ότι η αυθεντικότητα στην ερμηνεία του Θανάση Ζερλεντέ αναδεικνύεται όλο και περισσότερο μέσα από τις πρόσφατες εκπομπές του προγράμματος 'Ονείρου Ελλάς'. Όμως, κατά την προσωπική μου γνώμη, θα έπρεπε να δοθεί στον Θανάση κάποια μεγαλύτερη ευκαιρία ώστε να προβάλει την ικανότητα του και στο παίξιμο του μπαγλαμά. Ο αναφερόμενος καλλιτέχνης ήταν επίσης που έκλεισε την εκπομπή της 14ης Μαρτίου, αποδίδοντας το τραγούδι του Μάρκου ‘Μάνα μου με Σκοτώσανε’. Όσο για τον Μάνο Κουτσαγγελίδη, έχω ήδη αναφερθεί στην ιδιαίτερη ικανότητα που ο συγκεκριμένος ερμηνευτής διαθέτει για κομμάτια Σμυρναίικου ύφους, (αναζητήστε αρχείο αφιερωμένο στον καλλιτέχνη) .


Π. Σκούρτης
19/3/2010

15 Απρ 2010

ΤΡΙΧΟΡΔΟ ΚΑΙ ΤΕΤΡΑΧΟΡΔΟ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙ ΚΑΙ ΔΕΞΙΟΤΕΧΝΙΑ

Οι ερευνητές και οι λάτρεις του Ρεμπέτικου και του Λαϊκού Τραγουδιού και κυρίως αυτοί, γνωρίζουν ότι υπάρχουν δυο είδη μπουζουκιών, το τρίχορδο και το τετράχορδο. Οι παραπάνω ονομασίες δεν αφορούν ακριβώς τον αριθμό χορδών που γενικά έχουν τα μπουζούκια, αλλά αναφέρονται στα ζεύγη χορδών διαθέτουν. Δηλαδή ενώ όλα τα μπουζούκια είναι διπλόχορδα, το τρίχορδο έχει τρία ζευγάρια τέλια - όπως ονομάζονται οι χορδές στη γλώσσα των μπουζουξήδων - και το τετράχορδο τέσσερα.
Το τρίχορδο μπουζούκι, δηλαδή στην πραγματικότητα εξάχορδο, είναι αυτό που χρησιμοποιήθηκε στα Ρεμπέτικα της Πειραιώτικης Σχολής. Με άλλα λόγια, πρόκειται για το είδος του οργάνου που πέρασε στη δισκογραφία από τις ηχογραφήσεις του Μάρκου Βαμβακάρη. Όμως, λέγεται ότι, ακόμα και το κούρντισμα του τρίχορδου μπουζουκιού που χρησιμοποίησε στις ηχογραφήσεις του ο Μάρκος, δεν ήταν το ίδιο με αυτό που χρησιμοποιείται σήμερα και πως το σημερινό κούρντισμα του τρίχορδου ΡΕ ΛΑ ΡΕ, επινοήθηκε από τον μπουζουξή Γιώργο Μανέτα.
Αλλά και το τετράχορδο ή οχτάχορδο μπουζούκι τελικά ανακαλύπτουμε ότι υπήρχε σε πολλές μορφές. Το είδος τετράχορδου μπουζουκιού που έγινε ευρύτερα γνωστό, είναι αυτό που, στις μέρες μας, αποφάσισε να λανσάρει ο Μανόλης Χιώτης προσθέτοντας ένα παραπάνω τέλι στο τρίχορδο μπουζούκι της εποχής του. Πολλά λέγονται τόσο για τα καλλιτεχνικά κίνητρα και το έναυσμα που οδήγησε τον Χιώτη στη συγκεκριμένη τροποποίηση, αλλά και για τις ανατροπές που προκλήθηκαν στο χώρο της λαϊκής μουσικής απ’ αυτή την απόφασή του. Για τη σχέση όμως του Χιώτη με τη μουσική και το μπουζούκι, έχω μιλήσει σε άλλο άρθρο, (αναζητήστε αρχείο Η ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ- ΜΑΝΟΛΗΣ ΧΙΩΤΗΣ).
Τώρα θα περιοριστώ στο να αναφερθώ στα είδη τετράχορδου μπουζουκιού που προηγήθηκαν της εποχής του Χιώτη. Σύμφωνα με μαρτυρία του δημοφιλούς δεξιοτέχνη στο μπουζούκι Θανάση Πολυκανδριώτη, το πρώτο τετράχορδο κατασκευάστηκε για τον σολίστα Στέφανο ή Στεφανάκη Σπιτάμπελο. Όπως διατείνεται ο Πολυκανδριώτης μέσα από την τηλεοπτική εκπομπή ‘Μονόγραμμα’, το μπουζούκι αυτό το έφερε ο Σπιτάμπελος από την Αμερική και ένα τέτοιο όργανο είδε ο Χιώτης και αποφάσισε να κάνει τη δική του μετατροπή στο τρίχορδο. Στο βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ, υπάρχει μια φωτογραφία όπου εικονίζεται ο Σπιτάμπελος να ποζάρει κρατώντας αυτό το έγχορδο. Απ’ όσο μπορούμε να διακρίνουμε, το συγκεκριμένο μουσικό όργανο μοιάζει με κιθάρα πολύ περισσότερο απ’ ό,τι το σημερινό τετράχορδο μπουζούκι.
Εντούτοις, εκτός από τα όσα διατείνεται ο Πολυκανδριώτης στην εκπομπή ‘Μονόγραμμα’, σύμφωνα και με άλλες πηγές, το τετράχορδο μπουζούκι υπήρχε και πολύ πριν την εποχή του Σπιτάμπελου. Τις συγκεκριμένες πληροφορίες τις βρίσκουμε στην αυτοβιογραφία του Γιώργου Ζαμπέττα. Εκεί διαβάζουμε ότι ένα είδος τετράχορδου μπουζουκιού έπαιζαν ο παππούς και ο πατέρας του πασίγνωστου δεξιοτέχνη και συνθέτη. Ο Ζαμπέττας γεννήθηκε το 1925, οπότε καταλαβαίνει κανείς πόσο πίσω πάει αυτή η ιστορία. Άλλωστε, υπάρχει και η μαρτυρία για τον τυπογράφο Γιώργο Σκούρτη, ο οποίος έπαιζε τετράχορδο μπουζούκι πολύ πριν βγάλει ο Μάρκος το τρίχορδο στη δισκογραφία, δηλαδή νωρίτερα από το 1933.
Το τετράχορδο μπουζούκι όμως που έπαιζαν ο παππούς και ο πατέρας του Γιώργου Ζαμπέττα, μαθαίνουμε ότι επίσης ήταν πολύ διαφορετικό από αυτό που υπάρχει σήμερα. Οι ονομασίες ανά δυο τέλια ήσαν ίδιες και επιπλέον ταυτόσημες με αυτές του σημερινού τρίχορδου. Δηλαδή αντί για ΝΤΟ, ΦΑ, ΛΑ, ΡΕ που είναι τώρα στο τετράχορδο, τότε υπήρχε ένα ΛΑ παραπάνω απ’ ό,τι στο σημερινό τρίχορδο μπουζούκι, με άλλα λόγια ΡΕ, ΛΑ, ΡΕ, (ΛΑ).
Κλείνοντας, ας πούμε λίγα λόγια ακόμα για τον Μανόλη Χιώτη. Από την εποχή που άρχισε να χρησιμοποιείται το είδος τετράχορδου μπουζουκιού το οποίο λάνσαρε εκείνος, η δεξιοτεχνία τείνει να θεωρείται συνώνυμη με τη ταχύτητα στο παίξιμο. Αλλά - βέβαια κατά την προσωπική μου πάντα γνώμη - δεν έχουν ακριβώς έτσι τα πράγματα. Ο ίδιος ο Χιώτης μπορεί να υπήρξε πράγματι δεξιοτέχνης, όμως αυτό δεν οφείλεται μόνον στο γεγονός ότι το παίξιμό του είχε ταχείς ρυθμούς. Το συγκεκριμένο προσόν του θα ήταν ανάξιο λόγου αν στη μουσική του δεν υπήρχε διάχυτο και το συναίσθημα. Αν εξετάσουμε τα πράγματα γενικότερα, η δυνατότητα κάποιου μπουζουξή να παίζει απλώς γρήγορα, αλλά χωρίς την ικανότητα να χρωματίζει το παίξιμό του με συναίσθημα, δεν μπορεί να θεωρείται δεξιοτεχνία. Γιατί, μην ξεχνάμε ότι στις μέρες μας, ταχύτητα σε μια τέτοια ενέργεια με τις καινούργιες τεχνολογίες μπορεί εύκολα να επιτευχθεί, όπως π.χ. με έναν ανθρωπόμορφο υπολογιστή, δηλαδή ένα ρομπότ. Οπότε είναι παράλογο το προσόν της ταχύτητας και μόνο αυτό να ορίζει τον δεξιοτέχνη .

Π. Σκούρτης
9 -4 - 2010

14 Απρ 2010

Η ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ,- Ο ΜΑΝΩΛΗΣ ΧΙΩΤΗΣ

ΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΔΥΟ ΕΚΔΟΧΕΣ ΤΗΣ ΕΚΠΟΜΠΗΣ
ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΕΣ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΣΟΛΙΣΤΑ ΣΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ

Φέτος συμπληρώνονται 40 χρόνια από το θάνατο του Μανόλη Χιώτη. Το τηλεοπτικό πρόγραμμα της ΝΕΤ «Η ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ», το οποίο παρουσιάζει ο Χρήστος Βασιλόπουλος κάθε Δευτέρα βράδυ, μετέδωσε εκπομπή-αφιέρωμα σ’ αυτόν τον πρωτοπόρο μουσικό, κυρίως δεξιοτέχνη σολίστα του μπουζουκιού, αλλά επίσης συνθέτη και καινοτόμο όσον αφορά την εξέλιξη του οργάνου. Ο Μανόλης Χιώτης είδε το φως της ζωής, ακριβώς εκατό χρόνια μετά από την εποχή που οι Έλληνες ξεσηκώθηκαν κατά των Τούρκων. Γεννήθηκε το 1921 στη Θεσσαλονίκη. Παρόλ’ αυτά - κάνοντας παίγνιο με τον τίτλο ενός τραγουδιού του Τσιτσάνη - θα μπορούσε να πει κανείς πως ο Χιώτης έζησε 'περιπλανώμενη ζωή', αφού μεγάλωσε στο Ναύπλιο και στο Λεωνίδιο Κυνουρίας, πήγε στην Αμερική και πέθανε στην Αθήνα από καρδιακή προσβολή το 1970.
Η σταδιοδρομία αυτού του σπουδαίου μουσικού ως σολίστα, λέγεται ότι ξεκίνησε δίπλα στον ομότεχνό του και - εκείνη την εποχή καταξιωμένο - συνθέτη Δημήτρη ή Μήτσο Γκόγκο, γνωστότερο ως Μπαγιαντέρα. Λέγεται επίσης πως πολλά από τα τραγούδια τα οποία έπαιξε ο τότε έφηβος Μανόλης, αλλά και πολλές από τις πρώτες δικές του συνθέσεις ερμήνευσε ο Στράτος Παγιουμτζής. Αυτά, σύμφωνα με πληροφορίες που δεν αναφέρθηκαν στην εκπομπή για την οποία μιλήσαμε παραπάνω, αλλά αν θυμάμαι καλά, τις έχω κατά καιρούς ακούσει και αναφέρονται επίσης στο βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου «ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ».
Ο καλλιτέχνης στον οποίο αναφερόμαστε έμεινε στην ιστορία του Λαϊκού Τραγουδιού - κατά την προσωπική μου πάντα γνώμη - βασικά για δύο λόγους: πρώτον για την καινοτομία που έκανε στο μπουζούκι μετατρέποντάς το από τρίχορδο σε τετράχορδο όργανο και δεύτερον για τις δημιουργίες λατινογενούς ύφους, άρα και γρήγορου ρυθμού, που αυτή η μετατροπή τον βοήθησε να αποδώσει. Τούτος ήταν ο λόγος που στην αρχή αυτού του άρθρου ανέφερα τον Χιώτη περισσότερο ως δεξιοτέχνη σολίστα και πρωτοπόρο, παρά ως συνθέτη. Ωστόσο, και κάποιες από τις δημιουργίες του που έχουν τη μουσική φόρμα του κλασικού ρεμπέτικου, είναι εξίσου αξιόλογες με αυτές που βασίζονται σε πιο αλέγκρους ρυθμούς. Ένα από τα τραγούδια που ανήκει στην πρώτη κατηγορία είναι το βαρύ ζεϊμπέκικο «Του Πόνου το Ποτήρι», γνωστότερο και με τον τίτλο «Σύρτε και Φέρτε τον Παπά».
Τώρα όμως ας επανέλθω στις καινοτομίες που έκανε ο αναφερόμενος καλλιτέχνης στο μπουζούκι. Σημειωτέον ότι ανήκω στους υποστηριχτές της άποψης πως το ηχόχρωμα του τρίχορδου είναι πιο αυθεντικό απ’ αυτό του τετράχορδου. Παρόλ’ αυτά, πιστεύω το εξής: αυτή η καινοτομία στο μπουζούκι ίσως τελικά να ήταν αναγκαία για την εξέλιξη του οργάνου και την εξάπλωση της δημοτικότητάς του. Και τούτο, παρά την άποψη του Τάκη Μπίνη που υποστηρίζει ότι ο Χιώτης ‘έγδαρε το μπουζούκι’. Άλλωστε, θεωρώ πως αν ο συγκεκριμένος σολίστας δεν ήταν δεξιοτέχνης πρωτίστως στο τρίχορδο μπουζούκι, δεν θα μπορούσε να έχει τη γρηγοράδα από την οποία διακρίθηκε το παίξιμό του στο τετράχορδο. Για του λόγου το αληθές, η δεξιοτεχνία του στο τρίχορδο μπουζούκι ακούγεται σ’ έναν δίσκο που έχει τίτλο «ΠΑΙΞΕ ΜΟΥ ΧΙΩΤΗ ΜΠΟΥΖΟΥΚΑΚΙ». Ο δίσκος αυτός είναι συλλεκτικός και δεν υπάρχει στο εμπόριο. Ακούγοντάς τον, διακρίνουμε αρκετά στοιχεία της τεχνικής που θα αναπτύξει ο Χιώτης όταν αργότερα θα παίξει τετράχορδο μπουζούκι.
Υποστηρίζεται πως ο αναφερόμενος σολίστας μεταξύ άλλων καινοτομιών που έκανε ήταν και ο πρώτος που μετέτρεψε το μπουζούκι, εκτός από τρίχορδο σε τετράχορδο, επίσης από συμβατικό σε ηλεκτρικό. Σύμφωνα με μαρτυρία του μπουζουξή Γιάννη Σταματίου, γνωστότερου ως Σπόρου, η οποία μεταδόθηκε από το τηλεοπτικό μουσικό πρόγραμμα του Κώστα Φέρρη ‘Ονείρου Ελλάς’, για τη μετατροπή αυτή αρχικά χρησιμοποιήθηκε ενισχυτής γραμμοφώνου. Ο Σπόρος - κορυφαίος δεξιοτέχνης κι αυτός που θεωρείται ο δεύτερος εαυτός του Χιώτη - διατείνεται ότι, μετά από εκείνη την πρώτη τροποποίηση σε ηλεκτρικό, ‘το όργανο μπορεί να μην είχε καλό ήχο, αλλά ένταση είχε’.
Ο Μανόλης Χιώτης παντρεύτηκε τρείς φορές. Η πρώτη σύζυγός του ήταν η Ζωή Γρυπάρη, γνωστότερη ως Ζωή Νάχη, πασίγνωστη καλλιτέχνιδα του Ελληνικού Τραγουδιού Ευρωπαϊκού Τύπου, δηλαδή εκείνου του μουσικού είδους που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε Ελαφρό Τραγούδι. Από αυτό το γάμο απέκτησε δύο παιδιά, τον Διαμαντή- που σήμερα ακούγεται ότι ακολουθεί τον καλλιτεχνικό δρόμο του πατέρα του- και τη Μαρία. Δεύτερη γυναίκα του ήταν η Μαίρη Λίντα, με την οποία ως γνωστόν έκαναν μεγάλες επιτυχίες και αποτέλεσαν διάσημο καλλιτεχνικό ζευγάρι. Ο τρίτος γάμος του ήταν πάλι με τραγουδίστρια, την Μπέμπα Κυριακίδου.
Εδώ όμως ας επανέλθουμε στην εκπομπή του Χρήστου Βασιλόπουλου για την οποία μιλήσαμε και στην αρχή αυτού του άρθρου. Πριν από ένα χρόνο περίπου και συγκεκριμένα στις 20 Ιουνίου του 2009, είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω την ίδια ακριβώς εκπομπή μέσω Διαδικτύου. Αυτό δεν θα υπήρχε κάποιος ιδιαίτερος λόγος να το αναφέρω, αν δεν είχα την βεβαιότητα ότι , μεταξύ της τηλεοπτικής και διαδικτυακής εκδοχής της ίδιας εκπομπής, υπάρχουν διαφορές οι οποίες μπερδεύουν το θεατή. Για παράδειγμα, ο Μανόλης Χιώτης υπήρξε, ως γνωστόν, ο βασικός σολίστας στη λαϊκή εκδοχή του έργου «ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ» σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη και ποίηση Γιάννη Ρίτσου. Στην διαδικτυακή εκδοχή ακούμε τον Μίκη Θεοδωράκη να μας λέει ότι ο Χιώτης τον επισκέφτηκε στο στρατόπεδο όπου τον είχαν κρατούμενο και πληροφορούμαστε επίσης ότι λίγο μετά από αυτή την επίσκεψη ο σολίστας έπαθε
το επεισόδιο που του αφαίρεσε τη ζωή. Δεν αναφέρεται όμως ότι κατά την επίσκεψη αυτή συνελήφθη και κακοποιήθηκε από τους φρουρούς του Θα ήθελα λοιπόν να πω ότι δεν μπορώ να εξηγήσω ποιος μπορεί να είναι ο λόγος που δικαιολογεί τόση διαφοροποίηση μεταξύ τηλεοπτικής και διαδικτυακής εκπομπής του ίδιου προγράμματος. Προς τι αυτό το μπέρδεμα;

Πάνος Σκούρτης
25 -3 -2010

17 Μαρ 2010

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΤΗ ΓΡΑΦΗ ΛΑΪΚΟΥ ΣΤΙΧΟΥ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΝΤΕΧΝΟ ΛΑΪΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ


Πολλοί υποστηρίζουν ότι τα προβλήματα του ‘σήμερα’ δεν μπορούν να εκφραστούν με λαϊκό στίχο κι αυτός είναι ο λόγος που στις μέρες μας δεν γράφονται στίχοι για γνήσια λαϊκά τραγούδια. Αναφέρομαι ειδικά στον στίχο, γιατί όσον αφορά τους ρυθμούς των τραγουδιών (ζεϊμπέκικα, χασάπικα, κλπ. ) αυτοί έχουν χρησιμοποιηθεί και σε άλλα μουσικά είδη, όπως π.χ. το Έντεχνο Λαϊκό Τραγούδι. Ως γνωστόν, το μουσικό είδος που κυρίως έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε ‘Λαϊκό Τραγούδι’, είναι η μετεξέλιξη του Ρεμπέτικου. Χρησιμοποιώ τη φράση ‘έχουμε συνηθίσει ν’ αποκαλούμε’, επειδή στην πραγματικότητα και το Ρεμπέτικο μια μορφή Λαϊκού Τραγουδιού είναι. Όπως λοιπόν το λεγόμενο ‘Λαϊκό’ θεωρείται η μετεξέλιξη του Ρεμπέτικου, έτσι και το ‘Έντεχνο’ είναι η μετεξέλιξη του Λαϊκού Τραγουδιού.
Το θέμα όμως αυτού του άρθρου δεν είναι η Μουσική αλλά ο Στίχος. Όπως προείπαμε, υποστηρίζεται πως στις μέρες μας υπάρχει πρόβλημα στο να αποδοθούν τα διατρέχοντα στον καιρό μας με λαϊκό στίχο. Αν πράγματι ισχύει κάτι τέτοιο, θεωρώ ότι το πρόβλημα δεν πρέπει να αναζητηθεί σε αδυναμία αυτού του στίχου να καταγράψει τα ‘ντέρτια’ του καιρού μας. Μάλλον αυτή η δυσκολία καταγραφής οφείλεται στο γεγονός ότι πολλές από τις καταστάσεις που βιώνουν σήμερα οι άνθρωποι είναι περίπλοκες. Δύσκολα λοιπόν αποδίδονται με αμεσότητα και απλότητα, στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη γραφή του λαϊκού στίχου.
Εδώ βέβαια μπορεί να υπάρξει κάποιος αντίλογος. Το μουσικό είδος στο οποίο αναφερόμαστε ως ‘έντεχνο λαϊκό τραγούδι’ στηρίχθηκε κυρίως σε δημιουργίες που, ναι μεν ήσαν βασισμένες σε λαϊκούς ρυθμούς, αλλά δεν είχαν καθόλου απλά λόγια. Αυτό το είδος τραγουδιού που δεν βασίστηκε σε στίχους απλών στιχουργών αλλά αξιόλογων πνευματικών δημιουργών στο χώρο της ποίησης, εμφανίστηκε, αναπτύχθηκε και άνθισε κυρίως στις δεκαετίες ‘60 – ’70. Μάλιστα, εκείνη η εποχή υπήρξε μια περίοδος αναζητήσεων όχι μόνο στο Τραγούδι και σε άλλους καλλιτεχνικούς τομείς, αλλά και στον πνευματικό χώρο γενικότερα. Σήμερα αυτό το μουσικό είδος θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίζαμε και ‘Λόγιο Λαϊκό Τραγούδι’, παρότι εκ πρώτης όψεως ένας τέτοιος χαρακτηρισμός φαντάζει αντιφατικός.
Άλλωστε, ο όρος ‘έντεχνο’ είχε σχέση περισσότερο με τη μουσική παρά με τον στίχο. Είχε να κάνει πιο πολύ με το γεγονός ότι οι συνθέτες αυτών των τραγουδιών γνώριζαν τη γλώσσα του πενταγράμμου σε αντίθεση με πολλούς ομότεχνούς τους στο χώρο της παραδοσιακά λαϊκής μουσικής. Στις μέρες μας όμως, ακόμα και στο χώρο που μόλις αναφέραμε, πολύ περισσότεροι συνθέτες απ’ όσο παλιότερα έχουν διευρύνει τις γνώσεις τους σχετικά με τη γλώσσα του πενταγράμμου. Άρα στο λαϊκό τραγούδι με ποιητικό στίχο, σήμερα ταιριάζει ο όρος ‘λόγιο’ και δεν παρουσιάζει αντίφαση.
Ανεξάρτητα όμως απ’ όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως σχετικά με το ‘λόγιο λαϊκό τραγούδι’, περίπου την ίδια εποχή, δηλαδή στις δεκαετίες 60-70, εμφανίστηκαν και κάποιοι καινούργιοι εκπρόσωποι στο χώρο της στιχουργίας. Αυτοί, ναι μεν έγραψαν στίχους αποκλειστικά για μελοποίηση, πολλοί από τους οποίους επενδύθηκαν με λαϊκούς ρυθμούς, αλλά στα τραγούδια αυτά υπήρχε το στοιχείο του κοινωνικού προβληματισμού πιο έντονο απ’ ό,τι στο ρεμπέτικο, παρότι εκφραζόταν με έναν Λόγο πολύ πιο ‘ποιητικό’ από εκείνον της απλής λαϊκής στιχουργίας. Κλασικοί εκπρόσωποι αυτής της σχολής ήσαν μεταξύ άλλων ο Νίκος Γκάτσος, ο Μάνος Ελευθερίου, ο Δημήτρης Χριστοδούλου, ο Κώστας Βίρβος και φυσικά ο πολυγραφότατος Λευτέρης Παπαδόπουλος.
Τώρα, για να επανέλθω στο θέμα που κυρίως μας απασχολεί, δηλαδή στην άποψη ότι ο λαϊκός στίχος παρουσιάζεται ανεπαρκής στο να εκφράσει τους προβληματισμούς των καιρών μας, θα ήθελα να επισημάνω το εξής: Πιστεύω ότι, η διαφορά των παλαιότερων στιχουργών του συγκεκριμένου χώρου με τους σημερινούς, κατόπιν των όσων αναφέρθηκαν παραπάνω, είναι προφανής. Τότε, ακόμα κι εκείνοι που επιθυμούσαν να δημιουργήσουν ένα είδος λαϊκού στίχου με ύφος κάπως ‘λόγιο’, δεν θεωρούσαν πως προκειμένου να πετύχουν το σκοπό τους έπρεπε να καταφεύγουν σε ακαταλαβίστικα λεκτικά σχήματα, με ακατανόητα και βαρύγδουπα νοήματα, όπως συμβαίνει με πολλούς από τους σημερινούς στιχουργούς. Δυστυχώς, εκείνο που επιδιώκεται συστηματικά στις μέρες μας, είναι η πολυπλοκότητα στην έκφραση. Κυρίως αυτό είναι το πρόβλημα που εμποδίζει τον σημερινό στιχουργό να επικοινωνήσει με το κοινό του με τον τρόπο που ταιριάζει στη γραφή του λαϊκού στίχου, άμεσα και χωρίς φιοριτούρες.

Π. Σκούρτης
31 -10- 2007